Χριστούγεννα ήρθαν πάλι
Κάθε μέρα πλησιάζουμε όλο και περισσότερο στα Χριστούγεννα αλλά παρά τα λαμπιόνια και τα στολίδια, η ατμόσφαιρα παραμένει παγωμένη. Είναι πασιφανές ότι κάτι έχει αλλάξει, τουλάχιστον σε σχέση με πέρυσι όπου τα πράγματα ασφαλώς δεν ήταν καλύτερα, ωστόσο τότε ήταν τότε και τώρα είναι τώρα. Ακούγεται κοινότοπο αλλά ίσως η θεμελιώδης διαφορά να εντοπίζεται στην ψυχολογία και στις προσδοκίες, ή αν θέλετε, ακόμα και στην ελπίδα –πόσο βάναυσα έχει κακοποιηθεί αυτή η λέξη– που επιβίωνε μέχρι το πρόσφατο παρελθόν και πλέον μοιάζει να έχει εξανεμιστεί. Γενικότερα, όπως αποκαλύπτουν όλες (μα όλες) οι σχετικές έρευνες, τα ψυχικά αποθέματα αυτού του λαού έχουν εξανεμιστεί. Συνεπώς φέτος δε μιλάμε απλώς για μία γνώριμη κατάσταση, την χριστουγεννιάτικη δυσθυμία που ανέκαθεν προκαλούσαν οι γιορτές σε μία μερίδα του πληθυσμού, αλλά για ένα φαινόμενο πια, το οποίο εκδηλώνεται και αφορά (με εξαίρεση ένα 2 με 3%) στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Από μία πλευρά αυτό που συμβαίνει φέτος είναι κάπως σουρεαλιστικό. Μοιάζει με party στο οποίο οι καλεσμένοι πήγαν χωρίς να έχουν διάθεση, αλλά τα φώτα εξακολουθούν να αναβοσβήνουν και η μουσική να παίζει δυνατά. Είναι αναμφίβολα ένα θέαμα άχαρο, ακόμα και για να το φανταστεί κανείς. Και όμως το ζούμε καθημερινά, και οι περισσότεροι μάλλον προσποιούμαστε ότι δεν τρέχει τίποτα, περιμένοντας μήπως και φτιάξει το κέφι μας στην πορεία. Μπορεί να βρεθεί κανείς σε αυτή την θέση για μία σειρά από λόγους. Αν υπάρχει ένας που αξίζει περισσότερο απ’ όλους, αυτός είναι τα μικρά παιδιά. Για τα παιδιά και μόνο για τα παιδιά αξίζει κανείς να μασκαρεύεται, μασκαρεύοντας και τα συναισθήματά του, προκειμένου να προστατεύσει τον δικό τους ψυχικό κόσμο. Είναι αυτονόητο ότι κανείς δεν πρέπει να λέει ψέματα ή να ωραιοποιεί επ’ αόριστον καταστάσεις, αλλά ούτε έχει και το δικαίωμα να τους αποστερεί αυτή τη μαγεία που τους ανήκει και εν πάση περιπτώσει έχει ημερομηνία λήξης. Τουλάχιστον γι’ αυτές τις μέρες λοιπόν αξίζει να είναι «χαρούμενος», για να μην είναι τα παιδιά λυπημένα.