«Τουλάχιστον πέτα χαμηλά γιατί ζαλίζομαι…»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”41448″ img_size=”full”][vc_column_text]Παλιό το ανέκδοτο όσο και οι λάσπες, το θυμήθηκα με αφορμή τα τεκταινόμενα της τουριστικής προβολής που για άλλη μια φορά μας πιάσανε να απολαμβάνουμε στην αγκαλιά του Μορφέα τον ύπνο του δικαίου και σας το μεταφέρω μπας και ξυπνήσουμε.
Τρένο ορμώμενο εκ της αγνής ελληνικής υπαίθρου τροχοδρομεί στον σταθμό Λαρίσης χαράματα. Μόνιμος κάτοικος ακριτικού χωριού της Ηλειακής γης ο Μήτσος κοντά στα τριάντα επισκέπτεται για πρώτη φορά το κλεινόν άστυ. Μισοκοιμισμένος εξέρχεται του συρμού και επιβιβάζεται σε ταξί. «Που πηγαίνετε;» τον ρωτά ευγενικά ο σοφέρ και ο συντοπίτης μας αφού του λέει την διεύθυνση βυθίζεται σε ύπνο βαθύ.
Όταν φθάνουν στον προορισμό τους, ο ταξιτζής σκουντάει τον Μήτσο να ξυπνήσει, κι αυτός έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου μονολογεί έκπληκτος «Προτού προλάβω να μπω, φτάσαμε κιόλας; Μπράβο».
Τον κόβει κομμάτι «πειραγμένο» ο οδηγός και ζητάει να τον αποτρελάνει. «Τα ταξί κύριε εδώ στην Αθήνα λειτουργούν με προηγμένη τεχνολογία. Δεν ακουμπάνε στην άσφαλτο, πετούν δε το ξέρετε;».
Γυρίζει ο Μήτσος στο χωριό και εξιστορεί στους χωριανούς το αξιοπερίεργο του ταξιδιού του. Χαϊβάνια οι περισσότεροι έχουν δεν έχουν τον πιστεύουν. Πλην του φιλύποπτου Μανώλη που αρνείται σθεναρά να δεχθεί αμάσητο το παραμύθι. «Πάμε στοίχημα;» τον προκαλεί ο ευφάνταστος Μήτσος. «Αν δεν πετάνε τα ταξί θα κεράσω όλο το μαγαζί ειδάλλως θα κάτσεις να σε π@δ@ξω.
Ανεβαίνει κι ο Μανωλιός στη πρωτεύουσα, βλέπει τις κίτρινες κούρσες να πατούν σταθερά στο έδαφος και πάει η καρδιά του στη θέση της. Μπαίνει σε μια και τρώει την πρώτη ψυχρολουσία. «Που να σας πετάξουμε κύριος;» τον ρωτάει ο ταξιτζής. «Συγγρού» απαντά ενώ οι ψύλλοι κάνουν πάρτυ στ’ αυτιά του. «Σε τι ύψος;» τον αποτελειώνει ο σοφέρ. Κι αυτός συντετριμμένος ψιθυρίζει. «Θα μας π@δ@ξουνε που θα μας π@δ@ξουνε, τουλάχιστον πέτα χαμηλά γιατί ζαλίζομαι…».[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]