Ο Χριστός επί του Σταυρού
Γράφει ο Θανάσης Χαϊκάλης
Από την εποχή που ο ανέσπερος αστέρας ενεφανίσθη στη Βηθλεέμ, η ιστορία δεν ανέγραψε ούτε θα αναγράψει ποτέ στις σελίδες της, γεγονός σπουδαιότερο και σημαντικότερο από το γεγονός της σταυρικής καταδίκης του Χριστού. Σκηνή μοναδική εις την ιστορία. Επί του Γολγοθά, υψώνονται τρεις σταυροί.
Επί των δυο υψώνονται ξεπληρώνοντας τα εγκλήματά τους, ληστές διωγμένοι από τους κόλπους της ανθρώπινης κοινωνίας. Στον δε τρίτο, τον μεσαίο και υψηλότερο, υψούται ως σύμβολο αιώνιας θυσίας, αυτός ο άγιος των αγίων ο οποίος «αμαρτία ουκ εκποίησε ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Η μοχθηρία των ανθρώπων θέτει σε ίση μοίρα την αγνότητα με την εσχάτη βαθμίδα της εγκληματικότητας.
Ο Χριστός όμως, με καταβεβλημένο από τους πόνος πρόσωπο παρατηρεί αμίλητος τον ωρυόμενο όχλο ο οποίος κραυγάζει. « Χαίρε ο Βασιλεύς των Ιουδαίων». Φοβερή ομολογουμένως εικόνα της ανθρώπινης αχαριστίας. Και όμως, μέσα από αυτές της τρομερές στιγμές, ο Κύριος των πάντων έχει το θάρρος να δείξει μακροθυμία αλλά και υπομονή. Ρίχνοντας φιλεύσπλαχνο βλέμμα προς τους σταυρωτές του επικαλείται την Θεία του πατρός επιείκεια και συγχωράει αυτούς, λέγοντας. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».
Ουδέποτε μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει γνωστό, το θύμα να είναι συνήγορος των σφαγέων του. Και όχι μόνο συγχωράει τους σταυρωτές του, αλλά παρά τις παρατεταμένες κραυγές εναντίων του, δικαιολογεί αυτούς ενώπιον του Πατρός του. Όμως δεν φτάνουν οι κάτω του Σταυρού κραυγές από το παρακινούμενο πλήθος. Ο εξ αριστερών ληστής ονομαζόμενος Γέστας, δείχνει ακόμα και εκείνη την ώρα τον βάρβαρο χαρακτήρα του λέγων: «Εάν είσαι εσύ ο Χριστός, σώσε τον εαυτόν σου και εμάς». Για να απαντήσει αμέσως ο εκ δεξιών ληστής ονομαζόμενος Δημάς: «Καλά ούτε αυτή την ώρα φοβάσαι τον Θεό;
Εμείς δικαίως απολαμβάνουμε όσα επράξαμε, αυτός όμως δεν έχει κάνει κάτι κακό». Και απευθυνόμενος προς τον Ιησού του λέγει: «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθεις εν τη Βασιλεία σου». Και ο Ιησούς δείχνοντας τη μεγαλοσύνη του, βρίσκει δίκαιο και σωστό ν’ απαντήσει στην επίκληση του ευγνώμονος ληστού: «Αλήθεια σου λέγω, από σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο».
Παράλληλα όμως διαπιστώνει ότι ήρθε η μεγάλη στιγμή για να φροντίζει και για την Αγία μητέρα του και απευθυνόμενος προς αυτήν τελεί συγκινητική και ιερά υιοθεσία. «Γυναίκα, να ο γιός σου» και εν συνεχεία στρέφεται προς τον Ιωάννη και του λέγει: «Ιωάννη, να η μητέρα σου». Μόνος πλέον μέσα σε ύβρεις και βλασφημίες δεν εκφράζει κανένα παράπονο.
Ούτε για την προδοσία του μαθητού του, αλλά ούτε και για την άρνηση του αγαπημένου του Πέτρου. Δεν παραπονείται ούτε και για την σκληρή συμπεριφορά των Ρωμαίων στρατιωτών. Το μόνο του ίσως παράπονο είναι η προς στιγμή εγκατάλειψη από τον Πατέρα του. Γι’ αυτό και στρέφοντας το θλιμμένο του πρόσωπο προς τον ουρανό και με σφιγμένα χείλη διαπιστώνει το βαθύ εκείνο παράπονό του. «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες».
Είναι είδη τρείς ώρες επάνω στο Σταυρό με ακατάσχετη αιμορραγία. Οπότε με φωνή εξαντλημένη και σχεδόν ημιλυπόθημος, αναφωνεί: «Διψώ». Αλλοίμονο. Εκείνος, «όστις περιβάλλει τον ουρανό εν Νεφέλες» και έχει «Θεμελιώσει την γη επί των υδάτων», τώρα διψά. Και δυστυχώς δεν ευρέθη κανείς να απαλύνει την δίψα του Θεανθρώπου Χριστού. Μόνο ένας Ρωμαίος στρατιώτης με απαίσιο καγχασμό μοχθηρίας πήρε ένα σφουγγάρι γεμάτο ξύδι και του το προσέφερε αλλά «γευσάμενος ουκ ήθελε πιεί».
Αυτό όμως ήταν το τελευταίο ποτήρι πικρίας που η ανθρωπότητα προσέφερε στον δημιουργό της. Ήδη ο θάνατος αρχίζει να αγγίζει την μαρτυρική μορφή του Ναζωραίου. Διευθύνει το βλέμμα του προς τον ουρανό και προφέρει με αρκετή δυσκολία την πολλών νοημάτων λέξη «Τετέλεσται». Το μαρτύριο τελείωσε.
Η αναγέννηση της ανθρωπότητας συνετελέσθη. Οι προφητείες και το γράμμα του νόμου εξεπληρώθησαν. Οπότε δεν έμενε άλλο τι από το να προφέρει την έβδομη και τελευταία επι του Σταυρού κραυγή: « Πάτερ είς χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου». Και κλίνας την συμπαθεστάτη του κόσμου κεφαλή, επάνω εις το εξαγνισθέν ανά τους αιώνας σύμβολο του Σταυρού, παρέδωσε το πνεύμα. «Ην δε ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ’ όλης της γης έως ώρας ενάτης του ηλίου εκλιπόντος».
Ο ήλιος της ημέρας εκείνης έκρυψε τις ακτίνες του γιατί έβλεπε ότι Εκείνος, μένει ακίνητος επι του Σταυρού. Ο ουρανός ετρόμαξε και τερατώδεις σεισμός συνεκλόνησε την γη και εσείσθει εκ θεμελίων. Οι τάφοι ανήχθησαν και πολλά σώματα βγήκαν στην επιφάνεια. Ελάτε λοιπόν τώρα, ω ισχυροί της γης, Βασιλείς και Αυτοκράτορες, ηγεμόνες και στρατάρχες και εξηγήστε μας όλα τα μυστήρια. Και συ Βολτέρε παραδέχεσαι ότι «Ο μη αναγιγνώσκων το ευαγγέλιόν του δεν είναι άνθρωπος».
Και συ Ρενάν ως μέγας άπιστος ομολογείς. «Αληθώς υιός θεού ήν ούτος». Αιώνιε του κόσμου λυτρωτά, κλίνοντες σήμερα το γόνυ ευλαβικά, εναποθέτουμε παρά τους πόδας σου τον ασπασμό της λατρείας και της αγάπης μας ομολογούντες την μεγάλη αλήθεια της θεότητάς σου.