Ο άνθρωπος του κάβου
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”32052″ img_size=”full”][vc_column_text]Στα ίδια μέρη…
Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Το νιώθεις όταν καμιά φορά βρίσκεις την ευκαιρία να σκεφτείς λίγο πού ήσουν και πού έφτασες, όχι απαραίτητα με την έννοια της προόδου αλλά συλλογιζόμενος πόση απόσταση διάνυσες κι ακόμη δεν έφτασες.
Ταξίδεψες τόσο κι όμως είσαι πάλι εδώ στον κάβο. Να βλέπεις τα πλοία να περνούν, να έρχονται και να φεύγουν.
Φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο και πάλι χειμώνας, κι άντε ν’ ανθίσουν οι αμυγδαλιές, κι άντε να ευδοκιμήσουν οι υποσχέσεις, κι άντε να γευτούμε στα χείλη μας το γλυκό σταφύλι, κι άντε πάλι απ’ την αρχή.
Σαν φύλλα ενός ημερολογίου δεκαετιών που τα έκαναν φύλλο και φτερό οι αέρηδες, επειδή κανείς δεν μαντάλωσε τα παραθύρι.
Χωρίς διακοπές, χωρίς πολλούς ήμερους ύπνους. Μόνο με μικρές αναπνοές. Με συνέχειες, μέρα με τη μέρα. Ίσα ίσα για να βγει το κεφάλι έξω από το νερό κι ύστερα ξανά μακροβούτι. Αλήθεια, πότε φτάνει κανείς στο «αμήν»;
Πότε αποφασίζει να μην κολυμπήσει ξανά, παρά αφήνεται στο κύμα να τον τραβήξει όπου θέλει; Τι ωραία πρέπει να είναι στον αφρό… Αυτή η αίσθηση της παραίτησης, όταν ούτε το σώμα, ούτε το πνεύμα έχουν κάτι άλλο για να δώσουν. Όταν δεν πηγαίνεις εσύ τα πράγματα αλλά σε πηγαίνουν αυτά.
Δίχως σκοπό. Δίχως πρέπει. Δίχως «χρόνο».
Ίσως μόνο τότε νιώθει πραγματικά ο άνθρωπος την κοσμική ματαιότητα που φαντάζει τόσο απόκοσμη στον κόσμο της συνήθους καθημερινότητάς μας. Ποιος ξέρει; Ακόμα και μία ζωή πάνω σ’ ένα κάβο μαύρο, μπορεί κάποια στιγμή να γείρει και να πέσει απαλά στην αγκαλιά του νερού.
Μην με ρωτήσεις γιατί. Μην μου εξηγήσεις πώς. Μόνο άσε με να επιπλεύσω μακριά. Μακριά από εδώ.
«Πάνω σ’ ένα μαύρο κάβο όλη μου η ζωή
να μετράω τους πειρατές της κάθε χαραυγή
Και η μάνα μου δε βγαίνει κι ούτε φαίνεται
το τραγούδι μου στο κύμα μέσα πνίγεται
[…] Πάνω σ’ ένα μαύρο κάβο όλη μου η ζωή
να μετράω τα όνειρα της κάθε χαραυγή…»
Χαρούλα Αλεξίου[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]