Να θυμηθώ ποιος κυβερνούσε τότε…
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”42450″ img_size=”full”][vc_column_text]Μεγάλωσα σε μια από τις πολλές λαϊκές συνοικίες της πόλης. Τα φέρε έτσι η ζωή να επιστρέψω στην πατρογονική εστία μετά από χρόνια, αφού περιπλανήθηκα σε ουκ ολίγους ατραπούς της επικράτειας. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαν αλλάξει και πολλά σαν να μην πέρασε μια μέρα που λέει και το τραγούδι. Οι ίδιοι καλοί γείτονες, άνθρωποι του μόχθου, απλοί, συνεννοήσιμοι. Με καλοχαιρετούν κάθε που ανταμώνουμε στο δρόμο σαν να μην έλειψα ποτέ.
Διέκρινα όμως στο λόγο και την συμπεριφορά τους έναν ιδιότυπο σεβασμό. Τον προσπερνούσα λέγοντας μέσα μου πως μάλλον ήταν γέννημα της φαντασίας μου. Μου τον επιβεβαίωσε πριν κάποια χρόνια- ποιος κυβερνούσε μωρέ τότε- η κυρά Μαρία μάνα τριών παιδιών. «Κύριε Γιάννη, έχε το νου σου για καμιά δουλειά για τον άντρα μου. Είναι μήνες τώρα που έμεινε άνεργος και τα φέρνουμε δύσκολα στο σπίτι…».
Το δεύτερο κρούσμα ήρθε καιρό αργότερα όταν όχι τυχαία με σταμάτησε στο δρόμο η Βάσω- δεν ευτύχησε να παντρευτεί- μαζί με τον γονιό της. Τον φρόντιζε με αυταπάρνηση αλλά ο 80χρονος συνταξιούχος του ΟΓΑ έτρεμε μήπως «τούτοι οι τσόγλανοι»- να θυμηθώ ποιοι κυβερνούσαν τότε- του κόψουν το ΕΚΑΣ.
«Δεν γίνονται αυτά ρε πατέρα» προσπαθούσε να τον καθησυχάσει. «Να, ρώτα και τον κύριο Γιάννη που ξέρει καλύτερα από εμάς».
Πέρασαν κάποια χρόνια, η κρίση βάθυνε, τρίτωσε το «κακό» πάλι η ίδια φράση απόγνωσης. Δυο γιους είχε η κυρά Ελένη, είχαν πάρει των ομματίων τους αναζητώντας δουλειά στη ξενιτιά.
Παραφύλαγαν όμως- όπως μου εξομολογήθηκε ένα πρωί- με την πρώτη ευκαιρία να γυρίσουν πίσω. Άκουσε η δόλια και το καινούργιο κουβέρνο να υπόσχεται πως «οι νέοι μας θα γυρίσουν τώρα στη πατρίδα» και αναθάρρησε. «Τι πιστεύεις εσύ κύριε Γιάννη; Θα γίνει σύντομα; Στέλνουν και κείνα τα δικά μου παντού βιογραφικά μα ούτε αρνητική απάντηση δεν παίρνουν».
Ήταν η μόνη φορά που θυμόμουν ποιος κυβερνούσε…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]