Μάνος Ελευθερίου: Να σου πω τι θα μείνει από μένα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”66748″ img_size=”full”][vc_column_text]Της φωτεινής Λαμπρίδη
Δίκοπη ζωή
Απ’ το κακό και τ’ άδικο διωγμένο
κι όπως ενήστευες τη δίκοπη ζωή,
σε βρήκα ξαφνικά σημαδεμένο
να σ’ έχει ο κάτω κόσμος ξεγραμμένο
κι ο πάνω κόσμος να `ναι οι τροχοί
που σ’ έχουν στα στενά κυνηγημένο…
Και πήρες του καιρού τ’ αλφαβητάρι
και της αγάπης λόγια φυλαχτό,
για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι
και πήρες την ελπίδα και τη χάρη,
ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό
με την ελπίδα μόνο και τη χάρη…
Μα πως να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός,
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να σαι το πουλί κι ο κυνηγός
στις μαύρες λαγκαδιές του παραδείσου…
Κρυφά και φανερά σ’ ακολουθούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε..
«Να σου πω τι θα μείνει από μένα; Ένα δύο ποιήματα που θα τα βάλουν οι ανθολόγοι σε μία ανθολογία. Και καμιά φορά σε καμιά επέτειο θα βάζουν ένα δύο τραγουδάκια σε στίχους Μάνου Ελευθέριου. Αυτό το βλέπουμε σε μια σειρά δεκάδων χρόνων. Έτσι γίνεται. Εξάλλου για μένα αυτοί που δεν πρέπει να ξεχαστούν είναι οι μεγάλοι επιστήμονες που βοήθησαν την ανθρωπότητα» μου είπε ο Μάνος Ελευθερίου με απόλυτη φυσικότητα και χωρίς καμία πικρία στη συνέντευξη που κάναμε πέρσι. Ενώ θαύμασα την σχεδόν κυνική απλότητά του αντέδρασα μέσα μου «Δεν μπορεί να μας αξίζει μια τέτοια λήθη. Όχι, αυτά τα τραγούδια θα τα ανακαλύπτουν μετά από χρόνια οι πιτσιρικάδες και θα τα ανασταίνουν με τον τρόπο τους» σκέφτηκα και του το είπα όταν έσβησε το κόκκινο λαμπάκι του ραδιοφώνου. Χαμογέλασε κι έσκυψε το κεφάλι.
Ο Μάνος Ελευθέριου, που έφυγε από την ζωή τα ξημερώματα της Κυριακής, με καθόρισε με πολλούς τρόπους. Χωρίς να ξέρω καν τ’ όνομά του τότε στα παιδικά μου χρόνια ακούγοντας τον «Άγιο Φεβρουάριο», «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα», τη «Δίκοπη ζωή» ένιωσα τις πρώτες μεγάλες ανατριχίλες κι άρχισα να γράφω. Σωστά το έγραψε ο Οδυσσέας Ιωάννου πως ήταν για μας το όριο! Απέδειξε ότι ο ποιητικός στιχουργικός λόγος δεν είναι περιουσία εκλεκτών αλλά όλων. Και κυρίως των κατατρεγμένων, των απελπισμένων των πρωταγωνιστών των δικών του τραγουδιών.
Τόσο απλός, τόσο ποιητικός, τόσο ερωτικός, σπαρακτικός, υπαρξιακός και βαθιά πολιτικός συνάμα. Κι αυτός, ο ταπεινός, ο λιγομίλητος, άνοιγε σαν παιδί την καρδιά του στους φίλους του και δεν δίστασε να πει πόσο κακοποιήθηκε από συνθέτες που του φώναζαν και τον πρόσβαλλαν. Ούτε ντράπηκε να ομολογήσει πως αν ξεκινούσε από την αρχή θα έγραφε περισσότερα λαϊκά τραγούδια για να ζήσει καλύτερα.
Στην τελευταία μας συνάντηση μου μίλησε για τη συλλογή του, για τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο, για τον ξεριζωμό που τον κινητοποίησε να γράψει για τη μητέρα του που έγραφε κι η ίδια, για τις φρικώδεις στιγμές στις συνεργασία του με συνθέτες, για τις φίλιες του με τον Ελύτη, τον Θεοδωράκη και άλλους μεγάλους δημιουργούς, για το πόσο το πλήρωσε που κρατούσε Αυγή και Ριζοσπάστη τα δύσκολα χρόνια, για τους ταπεινούς του στόχους και για τα πολιτικά τραγούδια που έγραφε τις μέρες που μιλάγαμε, ένα χρόνο πριν, καθώς θεωρούσε ότι σήμερα τέτοια τραγούδια πρέπει να γράφονται.
Ο Μάνος Ελευθερίου δεν ήθελε να τον κοιτούν με δέος. Δεν του άρεσε να τον προσφωνούν μεγάλο. Δεν έκανε αγώνα δρόμου με τους ομότεχνους του. Καταλάβαινε ποιος αγαπά τον ίδιο και την τέχνη του και ποιος θέλει να τον κολακέψει. Και τους απέφευγε τους κόλακες. Δεν τους είχε ανάγκη. Εξάλλου εκείνος την ελευθερία ζητούσε και τα μεγάλα τα κυνήγια «Αυτό έκανα σε όλη μου τη ζωή, την ελευθερία κυνηγούσα. Βέβαια, τον αέρα τον δηλητηριάζαν κάποιοι αλλά προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε. Πως; Με μάσκες , με φάρμακα , με πρακτικά πράγματα τα ξεπερνούσαμε. Σαν τη γρίπη είναι αυτά. Δεν χρειάζεται να πάρεις αντιβίωση. Με βιξ μπορείς να το ξεπεράσεις.»
«Η απουσία του, είναι σίγουρο, θα τον φανερώσει πολύ περισσότερο, μιας και έπεσε σε μιαν εποχή που σερνόταν σε πλάτος κι όχι σε ύψος για να τον κυρώσει ως μέγιστο κεφάλαιο.» έγραψε ο Σπύρος Αραβανής και συμφωνώ απόλυτα. Γι’ αυτό και θα ξαναδιαφωνήσω με τον Μάνο που αγαπήσαμε. Όχι δεν θα μείνουν δυο ποιήματα σε ένα ανθολόγιο από τη ζωή σου. Ό,τι μεταλάβαμε από εσένα, ως ιστορία, ως συγκίνηση ως σκέψη ως παλμό θα απλώνεται , θα διαχέεται θα υπάρχει και θα ποτίζει όσους διψούν.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]