Καταπέλτης η απόφαση κατά της Εθνικής Τράπεζας για δάνεια σε CHF
Γράφει η δικηγόρος Αθηνών Αναστασία Μήλιου*
Μια νέα απόφαση επί συλλογικής αγωγής, αυτή την φορά κατά της ΕΤΕ έρχεται να ταράξει τα νερά αναφορικά με τα δάνεια σε CHF. Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος της απόφασης αυτούσιο, για δύο λόγους: α) δεν μπορεί να γίνει σαφέστατο και κατανοητότερο για τον μέσο αναγνώστη , το πώς λειτουργούσε παράνομα και καταχρηστικά η τράπεζα και β) για το ότι η απόφαση επί συλλογικής αγωγής δεν εξασφαλίζει τα προσωπικά δάνεια του κάθε δανειολήπτη. Η απόφαση αυτή ανοίγει το δρόμο για τις ατομικές αγωγές, που πρέπει να γίνουν αν θέλουν οι δανειολήπτες να γυρίσουν το δάνειό τους στην αρχική ισοτιμία.
Αντικείμενο της συλλογικής αγωγής της αποτελεί η προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Η απόφαση επί της συλλογικής αγωγής καθορίζει το μέτρο της επιβαλλόμενης συμπεριφοράς των προμηθευτών ώστε να μην προσκρούει στα γενικότερα συμφέροντα του καταναλωτικού κοινού. Η απόφαση επί συλλογικής αγωγής που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα του ΓΟΣ δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένου καταναλωτές. Άσκηση συλλογικής αγωγής από σωματεία για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των καταναλωτών, για το λόγο αυτό τα αιτήματα της αγωγής που κατατείνουν στην διασφάλιση του ατομικού καταναλωτικού συμφέροντος πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Μη προσήκουσα ενημέρωση των δυνητικών δανειοληπτών εκ μέρους της τράπεζας σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειές τους που είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τους καταναλωτές. Διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών των καταναλωτών δανειοληπτών.
- Από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 έως 19 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτών», συνάγεται σαφώς ότι ανατέθηκε σε ενώσεις καταναλωτών με σωματειακό χαρακτήρα η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού με την άσκηση συλλογικής αγωγής. H δε εκδιδομένη απόφαση παράγει τα αποτελέσματα της έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι ο νομοθέτης έχει υπαγάγει την εκδίκαση της συλλογικής αγωγής στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Αντικείμενο της αγωγής αυτής, την οποία οι ενώσεις αυτές μπορούν να ασκήσουν εναντίον των προμηθευτών, είναι η δικαστική βεβαίωση αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς και η απαγόρευση της ή η ρύθμιση κατάστασης κατά τρόπο που να μην προσβάλλει τα συμφέροντα των καταναλωτών. Ειδικότερα αντικείμενο της συλλογικής αγωγής αποτελεί η « προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Σε αντίθεση προς την ατομική, η συλλογική έννομη προστασία αναφέρεται στο καταναλωτικό κοινό ως σύνολο και όχι σε ατομικώς θιγόμενο καταναλωτή. Συνεπώς αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται ύστερα από την άσκηση συλλογικής αγωγής δεν είναι η διάγνωση οποιασδήποτε αξιώσεως της ένωσης καταναλωτών κατά του προμηθευτή. Η άσκηση της αγωγής αυτής δεν εισάγει «διαφορά ιδιωτικού δικαίου», με την έννοια του άρθρου 1 εδ. α’ ΚΠολΔ. Αντιθέτως, αντικείμενο της συλλογικής αγωγής είναι η διαπίστωση της αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς του προμηθευτή, η απαγόρευση της και η ρύθμιση της καταστάσεως κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην έρχεται σε σύγκρουση με το γενικότερο καταναλωτικό συμφέρον, αποβλέπει δηλαδή στην αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης. Το Δικαστήριο κατά την παροχή συλλογικής έννομης προστασίας δεν λειτουργεί αποκαταστατικώς. Αντιθέτως, η απόφαση επί της συλλογικής αγωγής καθορίζει το μέτρο της επιβαλλόμενης συμπεριφοράς των προμηθευτών, ώστε αυτή να μην προσκρούει στα γενικότερα συμφέροντα του καταναλωτικού κοινού. Κατά συνέπεια η απόφαση επί συλλογικής αγωγής που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα του ΓΟΣ, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και αν αυτοί είναι μέλη της ενώσεως που άσκησε την αγωγή. Η επέλευση η μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους. Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι το διακύβευμα της συλλογικής έννομης προστασίας δεν είναι οποιαδήποτε ατομική έννομη σχέση, αξίωση ή δικαίωμα, αλλά μόνον το γενικότερο συμφέρον του καταναλωτικού κοινού, ως συνόλου.
Για να κριθεί αν υπάρχει διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστεί η συμβατική ισορροπία, η οποία υπάρχει, όταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη σύμβαση κατανέμονται και ισορροπούν με τρόπο όμοιο, με αυτόν που επιτυγχάνεται με τις ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου. Ως μέτρο δε ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων (στη συγκεκριμένη σύμβαση) μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή προς διατήρηση του συγκεκριμένου όρου που ελέγχεται και ποιο εκείνο του καταναλωτή προς κατάργησή του. Ερευνάται, δηλαδή, ποιες συνέπειες θα είχε η διατήρηση ή η κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες με δικές του ενέργειες. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές, και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Οι ως άνω περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, αποτελούν ενδείκτες που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις είναι και η αρχή της διαφάνειας. Η αρχή της διαφάνειας συμπτύσσεται σε ένα τρίπτυχο επιμέρους κατευθύνσεων που πρέπει να διακρίνει τους ΓΟΣ. Η πρώτη πτυχή είναι αυτή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η δεύτερη πτυχή αφορά στο ορισμένο (ή οριστό), του περιεχομένου των όρων και η τρίτη πτυχή η απαγόρευση απροσδόκητων ρητρών. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας.
Επιπλέον άκυρος είναι ένας ΓΟΣ, ο οποίος επιφέρει περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της σύμβασης ή και αλλοίωση της νομικής φύσης της επιλεχθείσας σύμβασης. Η ματαίωση του σκοπού της σύμβασης επέρχεται, όταν ο συγκεκριμένος ΓΟΣ προκαλεί τέτοιες έννομες συνέπειες και προκαλεί τέτοια οικονομικά αποτελέσματα, ώστε να αλλοιώνει το άμεσα σκοπούμενο νομικό και οικονομικό αποτέλεσμα. Επίσης, είναι άκυρος ο ΓΟΣ που οδηγεί σε διάψευση της δικαιολογημένης προσδοκίας του καταναλωτή ως προς τη φύση της παρεχόμενης σ’ αυτόν υπηρεσίας, το σκοπό και το όλο περιεχόμενο της συμβάσεως. Συνεπώς είναι άκυρος ο ΓΟΣ που σε μια σύμβαση δανείου, καταναλωτή και τράπεζας, οδηγεί ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή – πελάτη, αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την τράπεζα. Προς την κατεύθυνση της προβλεψιμότητας που επιβάλλει η αρχή της διαφάνειας και της αποτροπής διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή υπάρχει ανάγκη της προστασίας των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή – πελάτη, στις λεγόμενες απροσδόκητες ρήτρες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή στις ρήτρες εκείνες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον καταναλωτή – πελάτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, δηλαδή στοιχεία που είναι συνήθως και τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο καταναλωτής – πελάτης. Συνεπώς ένας όρος (ΓΟΣ), ο οποίος δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας, είναι άκυρος.
Από το έτος 2006 μέχρι και τα τέλη του έτους 2009, παρατηρήθηκε αυξητική τάση στη σύναψη στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο. Αυτό οφειλόταν, τόσο στην διαφημιστική προώθηση των εν λόγω δανείων από τις συστημικές τράπεζες (συμπεριλαμβανομένης και της εναγόμενης), όσο και στο γεγονός της σημαντικής αύξησης του επιτοκίου Euribor κατά την ως άνω χρονική περίοδο. Η παραπάνω αύξηση του επιτοκίου Euribor, διαμόρφωσε το συνολικό κόστος δανεισμού σε ευρώ σε αρκετά υψηλά επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη και το περιθώριο επιτοκίου. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη μπορούσε να δανείζεται στην διατραπεζική αγορά ελβετικά φράγκα με το επιτόκιο libor Λονδίνου και να προβαίνει σε δανεισμό, με αποτέλεσμα, συγκρινόμενα τα δάνεια σε ευρώ να εμφανίζουν επιτοκιακό πλεονέκτημα, διότι τα δάνεια σε ευρώ συνδέονταν με το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ ή το Euribor.
Με τα δεδομένα αυτά, αποφασίστηκε από την εναγόμενη η διάθεση νέων στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο καθώς και ο σχεδιασμός προώθησης αυτών των προϊόντων από το παραγωγικό της δίκτυο στους καταναλωτές. Για την αποτελεσματική διάθεση του νέου αυτού προϊόντος, τα υποκαταστήματα της εναγόμενης λάμβαναν οδηγίες από την διεύθυνση πωλήσεων της τελευταίας σύμφωνα με τις οποίες όφειλαν να προβάλλουν κατάλληλα στη δυνητική πελατεία τους (καταναλωτές), τόσο τα πλεονεκτήματα του νέου προϊόντος (χαμηλό επιτόκιο, διαχρονική σταθερότητα στην ισοτιμία ελβετικού φράγκου/ευρώ, κ.α.), όσο και τις απλοποιημένες και τυποποιημένες διαδικασίες χορήγησης του. Στο πλαίσιο δε, της διευκόλυνσης των υποκαταστημάτων στην ανωτέρω προσπάθεια, αναρτήθηκε, με μέριμνα της διεύθυνσης κτηματική πίστης στην ιστοσελίδα της στο Internet συνοπτική παρουσίαση, στην οποία περιγράφονται τόσο τα ισχυρά σημεία – πλεονεκτήματα του εν λόγω προϊόντος, όσο και η δυνητική πελατεία (καταναλωτές), στην οποία απευθύνονται.
Τα παραπάνω συνοψίζονται στην από 22-01-2007 εγκύκλιο που εξέδωσε η εναγόμενη στο πλαίσιο της ενημέρωσης των καταστημάτων της για το προαναφερόμενο προϊόν. Με την εγκύκλιο αυτή τα αρμόδια στελέχη των υποκαταστημάτων της εναγόμενης όφειλαν να ενημερώνουν, τους υποψήφιους δανειολήπτες για την πλήρη κατανόηση του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλάμβαναν με τη λήψη στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο. Ωστόσο στις οδηγίες αυτές, που εμπεριέχονται και συνοψίζονται στην παραπάνω εγκύκλιο της εναγόμενης, δεν προκύπτει, κατά πρώτον, ότι η ενημέρωση για τον συναλλαγματικό κίνδυνο που αναλάμβαναν οι καταναλωτές με την ως άνω σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο, θα ήταν έγγραφη ή προφορική και κατά δεύτερον δεν αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ενάγουσας θα ενημέρωναν τους δανειολήπτες ώστε να εξασφαλιζόταν, με βεβαιότητα, ότι οι τελευταίοι θα είχαν κατανοήσει την επικινδυνότητα του εν λόγω προϊόντος, δεδομένου ότι η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (όπως του ελβετικού φράγκου με το ευρώ), εξαρτάται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, από μια σειρά απρόβλεπτων προσδιοριστικών παραγόντων, όπως είναι, α) οι κοινωνικοπολιτικές – οικονομικές συνθήκες, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν αύξηση στη ζήτηση για συναλλαγές και ξένο νόμισμα, οδηγώντας στην πτώση της αξίας του εγχώριου νομίσματος, β) ο πληθωρισμός, ο οποίος αν βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, συνεπάγεται για μια χώρα, μειωμένη ζήτηση για το εθνικό της νόμισμα από τα υπόλοιπα κράτη, γ) από τα προσφερόμενα προϊόντα και τις υπηρεσίες των ξένων κρατών όπου δεν υπάρχει δυνατότητα απόκτησης τους στην εγχώρια αγορά και ως εκ τούτου η ζήτηση συναλλάγματος για την εισαγωγή τους, θα σημειώσει αύξηση, δ) από το ισοζύγιο πληρωμών και το έλλειμμα ενός κράτους, ε) από τον τρόπο δράσης, τις ανακοινώσεις και τις πολιτικές ενός κράτους και της κεντρικής του τράπεζας, κ.α.. Ως εκ τούτου οι περί αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγόμενης ότι η συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, θα πρέπει να απορριφθούν δεδομένου ότι, α) ο προσδιορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν προέρχεται από αυστηρά θεσπισμένους και «εκ των προτέρων διαμορφωμένους διεθνείς μηχανισμούς», αλλά, αντιθέτως, εξαρτάται από αναρίθμητους και απροσδιόριστους παράγοντες που είναι αδύνατο να προβλεφθούν τόσο από τον μέσο καταναλωτή – δανειολήπτη, όσο και από ειδικούς και έμπειρους οικονομολόγους και β) όφειλε η εναγόμενη να φροντίσει για την προσήκουσα ενημέρωση των δυνητικών δανειοληπτών και δη για την αποτελεσματική υλοποίηση όσων αναφέρονται στην ανωτέρω εγκύκλιο της, πριν από, τη σύναψη της σύμβασης η οποία (αποτελεσματική υλοποίηση της πληροφόρησης και ενημέρωσης, σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες τους, η οποία είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τους καταναλωτές, οι οποίοι κλήθηκαν· να αποφασίσουν αν επιθυμούν να δεσμευτούν από τους προδιατυπωμένους από αυτή όρους) δεν αποδείχθηκε.
Επιπλέον, δεν γίνεται σαφής διάκριση στην προαναφερθείσα εγκύκλιο, εάν η ενημέρωση επί του επίδικου προϊόντος θα γινόταν από ειδικούς και έμπειρους υπαλλήλους της ενάγουσας, οι οποίοι θα είχαν την απαιτούμενη γνώση και πιστοποίηση για την προώθηση ενός τέτοιου πολυσύνθετου προϊόντος. Δεδομένου λοιπόν ότι η σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο δεν αποτελεί απλή σύμβαση στεγαστικού δανείου, αλλά στην ουσία είναι ένα πολυσύνθετο χρηματοοικονομικό προϊόν ( καθόσον ο δανειολήπτης φέρεται να «λαμβάνει» το δάνειο σε ευρώ με «μετατροπή» του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με την ισοτιμία που θα ίσχυε κατά τον χρόνο της εκταμίευσης ενώ οι δόσεις του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο), η ενάγουσα όφειλε να αναθέσει την ενημέρωση των καταναλωτών σε υπαλλήλους της (ή ειδικούς συμβούλους), που να διέθεταν ειδική πιστοποίηση, που ορίζει ότι οι υπάλληλοι που είναι αρμόδιοι για την ανάλυση κινητών αξιών και αγορών χρήματος και κεφαλαίου (όπως στην επίδικη περίπτωση), οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας που χορηγείται από την τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν εξετάσεων με ευθύνη της τελευταίας και της επιτροπής κεφαλαιαγοράς.
Σε συνέχεια των ανωτέρω και όσον αφορά στην φερόμενη κατά τίτλο «παρεχόμενη προστασία του δανειολήπτη», ως προς την πιθανή μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του δανειολήπτη, ( π.χ. ανατίμηση του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ), τυγχάνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου ανεπαρκής και βλαπτική για τον δανειολήπτη, διότι, α) η χρονική τής διάρκεια ήταν περιορισμένη (5 έως 6 έτη, για δάνεια 30 ή και 40 ετών), β) περιοριζόταν μόνο στην περίπτωση δυσμενούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας πάνω από 5% , γ) αφορούσε μόνο τη δόση καθαυτή και όχι το οφειλόμενο κεφάλαιο, το οποίο προσαυξημένο με τη ζημιογόνα για τον δανειολήπτη, μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, υποχρέωνε σε παράταση του χρόνου συνολικής αποπληρωμής του δανείου, ακόμη και υπό την ισχύ του προγράμματος προστασίας, σε συνολική καθολική επιβάρυνση του δανειολήπτη με τη συναφή εκ της συναλλαγματικής μεταβολής, ζημία και δ) το κόστος του προγράμματος αυτού επιβάρυνε την μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση του δανειολήπτη (ανεξαρτήτως της ανατίμησης ή της υποτίμησης του ελβετικού φράγκου προς το ευρώ).
Πέραν των ανωτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα 2 επισυναπτόμενα – συγκριτικά παραδείγματα της εναγόμενης (με και χωρίς προστασία δόσης), αποτυπωμένα σε δύο πίνακες, είναι πρόχειρα και απλοϊκά, σε σχέση με την πολυπλοκότητα των επίδικων δανείων καθόσον περιορίζονται σε χαμηλό επιτόκιο και χαμηλές δόσεις. Ειδικότερα, τα εν λόγω παραδείγματα (τα οποία παρουσιάζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται υπέρ του καταναλωτή), αφενός μεν, εναρμονίζονται με την προηγούμενη, βασική, οδηγία της εναγόμενης προς το παραγωγικό της δίκτυο, σύμφωνα με την οποία υποχρεούνταν οι υπάλληλοι των υποκαταστημάτων της εναγόμενης να τονίζουν στους δυνητικούς δανειολήπτες, τόσο τα πλεονεκτήματα του επίδικου δανείου (χαμηλό επιτόκιο, διαχρονική σταθερότητα στην ισοτιμία ελβετικού φράγκου/ευρώ, κ,α.), όσο και τις απλοποιημένες και τυποποιημένες διαδικασίες χορήγησης του ώστε να εμφανίζεται, το εν λόγω προϊόν, άκρως ελκυστικό και αφετέρου δεν αναφέρονται, με απτά παραδείγματα, οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι που κρύβονται στα επίδικα δάνεια, όπως είναι η πιθανή, μεγάλη, περιουσιακή βλάβη που μπορεί να υποστεί ο καταναλωτής από την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας και την συνακόλουθη διαμόρφωση της δόσης σε υψηλά επίπεδα για πάρα πολλά έτη, χωρίς να μειώνεται το κεφάλαιο του δανείου. Και ναι μεν η εναγόμενη παραθέτει δύο παραδείγματα δανείων (με και χωρίς προστασία της δόσης και με ελκυστικό επιτόκιο για τον δανειολήπτη), πλην όμως, εκ των δύο παραδειγμάτων, θα έπρεπε, τουλάχιστον, στο ένα να αποτυπώνεται η οφειλή, και η μηνιαία δόση σε περίπτωση θετικής εξέλιξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ελβετικού φράγκου και ευρώ και στο άλλο, η μηνιαία δόση και η οφειλή στην περίπτωση της αρνητικής εξέλιξης της, ως άνω, συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να γίνεται άμεσα αντιληπτό από τον δυνητικό δανειολήπτη οι σοβαρές συνέπειες που θα είχε στην περιουσία του μια βίαιη μεταβολή στη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου/ευρώ, με ανατίμηση του πρώτου, έτσι ώστε η πληροφόρηση που παρείχε η εναγομένη να ήταν πραγματική και αποτελεσματική, και να μην περιορίζεται σε «διαφήμιση» μόνο του καταναλωτικού προϊόντος της. Εξάλλου, στα ίδια παραδείγματα θα έπρεπε να επεξηγείται (αλλά και στους επίδικους όρους της σύμβασης, να εκτίθεται) κατά τρόπο εναργή η συγκεκριμένη λειτουργία του μηχανισμού στον οποίο αφορά η οικεία ρήτρα περί συναλλαγματικής ισοτιμίας καθώς και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και εκείνου που προβλέπει ή ρήτρα περί μεταβολής και διακύμανσης του επιτοκίου, έτσι ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων τις προς αυτόν οικονομικές συνέπειες (τόσο ως προς τη διαμόρφωση του ύψους της δόσης, αλλά και του οφειλόμενου κεφαλαίου) του συνδυασμού των δύο ρητρών. Ως εκ τούτου, ο περί αντιθέτου ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η παραπάνω ενημέρωση «με μαθηματικό σχεδιάγραμμα μεταβολής της ισοτιμίας», καθιστούσε αμέσως αντιληπτό από τον δανειολήπτη ποιες θα είναι «οι συγκεκριμένες συνέπειες», στη διαμόρφωση των τοκοχρεωλυτικών του δόσεων σε περίπτωση μεταβολής τη ισοτιμίας, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Περαιτέρω και με βάση τις ως άνω οδηγίες της εναγόμενης προς τους υπαλλήλους της, αποδείχθηκε ότι, από την 22-01-2007 και έκτοτε, δίνονταν από την εναγόμενη δάνεια, ιδίως στεγαστικά, σε ελβετικά φράγκα, δηλαδή εμπεριείχαν ρήτρα συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ειδικότερα, ο δανειολήπτης (μετά την προπεριγραφόμενη, ελλιπή, ενημέρωση που λάμβανε από τους υπαλλήλους της εναγόμενης οι οποίοι παρουσίαζαν, κατά τα ανωτέρω, το εν λόγω προϊόν άκρως ελκυστικό), φερόταν να «λαμβάνει», το δάνειο σε ευρώ ύστερα από «μετατροπή», του ελβετικού νομίσματος (στο οποίο είχε συναφθεί το δάνειο), σε ευρώ με την ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσης, προφανώς για να έχει ο δανειολήπτης το ευνοϊκότερο γι’ αυτόν επιτόκιο του ελβετικού φράγκου, κατά τη σταδιακή, με τοκοχρεωλυτικές δόσεις, επιστροφή του δανείου. Ειδικότερα κατά το προσυμβατικό στάδιο η εναγόμενη δεν εμφάνισε ούτε στη σύμβαση ούτε σε χωριστό έγγραφο, τουλάχιστον, ένα ρεαλιστικό παράδειγμα διαμόρφωσης των υποχρεώσεων των δανειοληπτών στο μέλλον, το οποίο να στηρίζεται στην εκδοχή ότι θα μεταβαλλόταν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση η ισοτιμία των δυο νομισμάτων, παρόλο που η διακύμανση, ακόμα και με μεγάλες αποκλίσεις, της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι αναμενόμενη σε βάθος χρόνου, ιδίως σε βάθος 30ετίας (όπως ήταν τα περισσότερα επίδικα δάνεια), πράγμα που γνώριζε η εναγόμενη ακριβώς λόγω της ιδιότητας της ως τράπεζας, δηλαδή του αντικειμένου των εργασιών της, ενώ η σταθερότητα της ισοτιμίας προβαλλόταν ιδιαιτέρως ως παράγων εξασφαλιστικός των ωφελημάτων σύναψης των συμβάσεων αυτών. Επισημαίνεται ότι η εναγόμενη είχε πληροφορηθεί, ήδη από το 2007, σχετικά με το συναλλαγματικό κίνδυνο υποτίμησης του ευρώ κατά ποσοστό έως και 30%, σύμφωνα με την έκθεση και της υποδείξεις του Δ.Ν.Τ., κατά το παραπάνω έτος. Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο προβαλλόταν από τους υπαλλήλους της εναγόμενης το συγκεκριμένο καταναλωτικό προϊόν (σύμφωνα με τις ανωτέρω οδηγίες της διεύθυνσης πωλήσεων της εναγόμενης), η ελλιπής ενημέρωση του καταναλωτή ως προς τους προσδιοριστικούς παράγοντες της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου με το ευρώ και τις συνέπειες του συσχετισμού του συναλλαγματικού κινδύνου, με μία ενδεχόμενη αύξηση του επιτοκίου (στο ζήτημα δε του συσχετισμού των δύο αυτών παραγόντων, η πληροφόρηση αποδεικνύεται ανύπαρκτη), καθώς και τα προαναφερόμενα παραδείγματα, όπου αποτυπώνονταν κυρίως τα θετικά στοιχεία της ως άνω συναλλαγματικής ισοτιμίας (χαμηλό επιτόκιο, χαμηλή μηνιαία δόση), δημιουργούσε στον μέσο καταναλωτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι υποχρεώσεις του θα παρέμεναν, αν όχι αμετάβλητες, πάντως σταθερές με μικρές αποκλίσεις στο μέλλον. Τούτο δε, επιτυγχανόταν και με την, εκ μέρους των υπαλλήλων της εναγομένης, πρόταξη, της φήμης του ελβετικού νομίσματος ως ισχυρού, όπερ, στο πλαίσιο ενημέρωσης για ενδεχόμενη επένδυση στο νόμισμα αυτό. θα ήταν θεμιτό, ενώ στο πλαίσιο συζήτησης περί ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου και υπό την προϋπόθεση ανατίμησης του ισχυρού, νομίσματος δεν είναι. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενημέρωση των δανειοληπτών δεν έγινε από εξειδικευμένους υπαλλήλους της εναγόμενης, όπως τούτο επιτασσόταν, κατά τα ανωτέρω, από τη Τράπεζα της Ελλάδος, και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να πληροφορηθούν, εμπεριστατωμένα, για τους κινδύνους που αναλάμβαναν έναντι μιας μελλοντικής σοβαρής μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου προς το ευρώ καθώς και τις συνέπειες που θα είχε το γεγονός αυτό στην αποπληρωμή των ένδικων δανείων. Σε κάθε περίπτωση η ενημέρωση από τους υπαλλήλους της εναγόμενης έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις και να περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστον, τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ ή μια ανατίμηση του ελβετικού φράγκου σε συνδυασμό με τυχόν αύξηση του επιτοκίου.
Εξάλλου, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένων συμβάσεων και επιστολών δεν δύναται να θεωρηθεί πλήρης και ορθή εκτέλεση των προσυμβατικών υποχρεώσεων της εναγόμενης, για επαρκή πληροφόρηση και ενημέρωση, διότι αντιστρέφει το βάρος απόδειξης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων και δύναται να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων των καταναλωτών.
Περαιτέρω, η εξέλιξη αναφορικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των δανειοληπτών από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις, πολυετούς διάρκειας, υπήρξε δυσμενής, για τους τελευταίους. Ειδικότερα, ενώ η ισοτιμία του ευρώ προς το ελβετικό φράγκο το έτος 2007(οπότε και η εναγόμενη ξεκίνησε να χορηγεί τα επίδικα δάνεια), ανερχόταν σε ένα (1), ευρώ προς 1,61 ελβετικά φράγκα, σταδιακά άλλαζε λόγω ισχυροποίησης του ελβετικού φράγκου και έφθασε το έτος 2015 στη σχέση ένα (1) ευρώ προς 1,027 ελβετικά φράγκα. Οι ως άνω αρνητικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, προς το ελβετικό φράγκο οδήγησαν σε αύξηση του οφειλόμενου χρέους παρά τις συνεχείς και συνεπείς καταβολές εκ μέρους των δανειοληπτών. Μάλιστα το τελευταίο διάστημα, οι βίαιες μεταβολές της ισοτιμίας είχε ως αποτέλεσμα την ολίσθηση της αξίας του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, με ορίζοντα μόνιμο.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο όρος ο οποίος ήταν προ-διατυπωμένος από την εναγόμενη, κατά το μέρος που ρυθμίζει την συναλλαγματική ισοτιμία με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής των δανείων, είναι ασαφής, αόριστος και ακατανόητος, τόσο ως προς τη γραμματική διατύπωση του, αλλά, κυρίως, όσο και προς το συγκεκριμένο αποτέλεσμα του στις οικονομικές υποχρεώσεις των δανειοληπτών και περιλαμβανόταν στους γενικούς όρους συναλλαγών, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της εναγόμενης και των ως άνω δανειοληπτών και ως εκ τούτου καταχρηστικός και άκυρος. Ειδικότερα, με τον ως άνω όρο των επίδικων συμβάσεων παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας των γενικών όρων συναλλαγών. Συγκεκριμένα, αν και ο παραπάνω ΓΟΣ ρυθμίζει το περιεχόμενο της αντιπαροχής του οφειλέτη -δανειολήπτη, καθορίζει την μηνιαία δόση του δανειολήπτη, τις καταβολές που πρέπει αυτός να κάνει προς την εναγόμενη προς αποπληρωμή του κεφαλαίου του όσο και των τόκων που προκύπτουν (παραπέμποντας στον αντίστοιχο όρο περί καθορισμού του επιτοκίου, δηλαδή, «το επόμενο άρθρο», άνευ ετέρου τινός),εντούτοις έχει τέτοια (ελλειπτική) διατύπωση που δεν αφήνει να διαφανούν τα μειονεκτήματα και οι επιβαρύνσεις που αυτός ενσωματώνει. Πιο συγκεκριμένα, οι καταναλωτές κατά τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων δεν μπορούσαν να διαπιστώσουν με ευκρίνεια ότι, – αναλάμβαναν μεταβλητούς κινδύνους (και δη το συνδυασμό του συναλλαγματικού κινδύνου με την ενδεχόμενη αύξηση του επιτοκίου του ξένου νομίσματος) και μάλιστα με την υποχρέωση μακροχρόνιας δέσμευσης. Επιπλέον με τον ανωτέρω όρο δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα καθώς και η σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου (μεταξύ των οποίων και ή προαναφερθείσα περί προσδιορισμού του επιτοκίου), ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να εκτιμήσουν, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες τις οποίες τα ανωτέρω συνεπάγονται. Έτσι οι καταναλωτές (οι οποίοι, ανεξαρτήτως του μορφωτικού τους επιπέδου, δεν διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις ως προς τις συναλλαγές σε προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος), αδυνατούσαν όχι μόνο να πληροφορηθούν την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας πωλήσεως και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς του ξένου νομίσματος (ελβετικό φράγκο), αλλά και να αξιολογήσουν τις οικονομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν γι’ αυτούς η εφαρμογή της ρήτρας συναλλαγματικής ισοτιμίας για τον υπολογισμό των δόσεων (των οποίων εν τέλει, θα ήταν και οι τελικοί υπόχρεοι), καθώς και του συνολικού ύψους των δανείων. Άλλωστε, σαφώς αποδείχθηκε ότι το σύνολο, σχεδόν, των επίδικων δανειακών συμβάσεων αφορά σε δάνεια στεγαστικά ή σε αναχρηματοδότηση τέτοιων δανείων, γεγονός από το οποίο συνάγεται πως, η εναγομένη απέβλεπε στην προώθηση του εν λόγω προϊόντος της σε καταναλωτικό κοινό το οποίο, κατά τεκμήριο και υπό την προϋπόθεση ακόμη ότι είναι ευλόγως επιμελές και ενημερωμένο, θα δυσκολευόταν να αντιληφθεί τον κίνδυνο που αναλάμβανε (και δη να αξιολογήσει Τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μίας ρήτρας όπως η επίδικη στις οικονομικές του υποχρεώσεις) χωρίς την απαιτούμενη ειδική και επαρκή κατά τα ανωτέρω πληροφόρηση και σαφήνεια των συμβατικών όρων, σε αντίθεση με την περίπτωση κατά την οποία θα απευθυνόταν σε κοινό που θα επιζητούσε επιχειρηματικά χρηματοδοτικά προϊόντα.
Επί τη βάσει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο επίδικος όρος οδηγεί ουσιαστικά στην διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών των καταναλωτών – δανειοληπτών με την εξέλιξη της συναλλακτικής τους σχέσης με την εναγόμενη. Οι καταναλωτές κατά τη διάρκεια της συμβατικής τους σχέσης βιώνουν ανατροπή θεμελιωδών στοιχείων της γνώσης τους και της προσλαμβάνουσας αντίληψης τους για το περιεχόμενο και το νόημα των επίδικων συμβάσεων. Αυτό συμβαίνει καθώς οι καταναλωτές προσμένουν ότι για όσο χρονικό διάστημα επιμελώς θα αποπληρώνουν το δάνειο τους, θα μειώνεται και το οφειλόμενο κεφάλαιο των δανείων. Δεν είχε γίνει κατανοητό από τους δανειολήπτες κατά την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων ότι μπορεί να συμβεί το αντίθετο και αποτελεί δικαιολογημένη και καλλιεργημένη από την τράπεζα προσδοκία (κατά τα ανωτέρω), ότι με κάθε μηνιαία δόση που καταβάλει μειώνει και το χρέος του έναντι της τράπεζας. Συνεπώς, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τον δανειολήπτη ότι όσο αποπληρώνει το δάνειο, τόσο αυτό μειώνεται ως χρέος. Οι παραπάνω, όμως, αρνητικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου προς το ευρώ οδήγησαν σε αύξηση του οφειλόμενου χρέους παρά τις συνεχείς και συνεπείς καταβολές εκ μέρους των δανειοληπτών, κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς, αποτελεί πλήρη διάψευση κάθε δικαιολογημένης προσδοκίας των δανειοληπτών, ότι εξαιτίας του παραπάνω ΓΟΣ μπορεί να αποπληρώνουν επί αρκετά έτη τις μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής των δανείων τους χωρίς να απομειώνονται τα οφειλόμενα δάνεια. Σημειωτέον δε ότι ο επίμαχος όρος είναι μεν σαφής ως προς τη γραμματική του διατύπωση, πλην όμως, το γεγονός αυτό δεν αρκεί από μόνο του (άνευ άλλου δηλαδή), για τη διαπίστωση της εγκυρότητάς του καθώς υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλλοντος τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου, αλλά και λόγω της εν γένει λειτουργίας του συμβατικού μηχανισμού στον οποίο εντάσσεται η ρήτρα αυτή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαταράσσεται σημαντικά και η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε βάρος των δανειοληπτών, καθόσον ο επίμαχος (ΓΟΣ), οδηγεί στη διάψευση της δικαιολογημένης προσδοκίας τους ως προς τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας, το σκοπό και το όλο περιεχόμενο της σύμβασης. Επιπλέον:
α) Κάθε όρος (ΓΟΣ), μιας καταναλωτικής σύμβασης στον οποίο αποτυπώνονται οι υποχρεώσεις του καταναλωτή, ελέγχεται ως προς τη διαφάνεια του και την ευκρίνεια με την οποία αναδεικνύει την αιτία και το ύψος των επιβαρύνσεων του τελευταίου, ακόμη και εάν αποτελεί στοιχείο της κύριας παροχής της συμβάσεως, δηλαδή, ακόμη και αν συνιστά ουσιώδες στοιχείο αυτής και αφορά στην ιδία τη φύση της υποχρέωσης του οφειλέτη.
β) ο προ διατυπωμένος – στερεότυπος, όρος (ΓΟΣ), κατά το μέρος που ρυθμίζει την ισοτιμία, με βάση την οποία μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι καταβολές που λάμβαναν χώρα σε ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής των επίδικων δανείων, είναι αόριστος και ασαφής και ως εκ τούτου άκυρος και καταχρηστικός, καθώς δεν πληροί τις αυστηρές προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας. Δεν επιτρέπει στον καταναλωτή – δανειολήπτη να αντιληφθεί επαρκώς, κατά την κατάρτιση της σύμβασης και χωρίς μετασυμβατική εξωτερική βοήθεια, την έκταση των επιβαρύνσεων που ενδέχεται να αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, γ) επίσης, ο επίμαχος ΓΟΣ είναι άκυρος λόγω διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του δανειολήπτη καταναλωτή καθώς ανατρέπει αδικαιολόγητα την βασική προσμονή ότι όσο θα αποπληρώνει το χρέος του, τόσο θα απομειώνεται αυτό ή τουλάχιστον δεν θα αυξάνεται, δ) ο παραπάνω ΓΟΣ είναι άκυρος και για τον επιπλέον λόγο, διότι, αλλοιώνει και ανατρέπει τη νομική φύση και τον κύριο συμβατικά σκοπό της σύμβασης καταναλωτικού στεγαστικού δανείου καθώς μετατρέπει τον δανειολήπτη – καταναλωτή ενεργό και καθημερινό συμμέτοχο στη μεταβαλλόμενη και απροσδιόριστη αγορά συναλλάγματος.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡ. ΜΗΛΙΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ’ΕΦΕΤΑΙΣ ΑΘΗΝΩΝ
Λεωφ. Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή
Τηλ. 6945-028153, 213-0338950
e-mail: natmil@otenet.gr, info@legalaction.gr
www.legalaction.gr, fb: Αναστασία Μήλιου