Δεν θα γίνω Κασιδιάρης
Στα ορεινά χωριά τη δεκαετία του ’70 δεν είχαν όλα τα σπίτια τηλεόραση.
Μαθητής του δημοτικού ο Γιωργάκης, επισκεπτόταν κάθε βράδυ ανελλιπώς, παρέα με συνομήλικους το αρχοντικό της κυρά- Μήτραινας.
Άκρως φιλόξενη η νοικοκυρά,
άνοιγε αδιαμαρτύρητα τη τιβι και δεχόταν με χαρά τη μαρίδα της γειτονιάς. Δεν έλειπε ποτέ ο καλός λόγος από το στόμα της και πάντα τους κερνούσε νερατζάκι από τα χεράκια της. Οι μπόμπιρες παρακολουθούσαν άφωνοι τα τεκταινόμενα στο μαγικό κουτί που τους ασκούσε απύθμενη γοητεία.
Ο Μήτρος έβλεπε κάθε βράδυ το δελτίο ειδήσεων των εννιά που παρουσίαζε στην ΕΡΤ η πολλά υποσχόμενη Λιάνα Κανέλλη, και πριν την εκφώνηση του δελτίου καιρού απαγορευόταν δια ροπάλου ή γκλίτσας να αλλάξει κανείς το κανάλι. Οι μικροί, δυσανασχετούσαν αλλά υπέμεναν θέλοντας και μη το αναγκαίο κακό.
Η καλή οικοδέσποινα υποδεχόταν τους νεαρούς με την υπόδειξη να αφήνουν τα παπούτσια τους στην εξώπορτα, για να μην της λερώσουν τις βελέντζες και τα στρωσίδια.
Η δασκάλα τους, στρυφνή γεροντοκόρη, αμετάπειστος πολέμιος του σατανικού γυαλιού. Θεωρούσε έγκλημα να χαζεύουν οι μαθητές της τα ανίερα προγράμματα του. Κρυφοπερνούσε λοιπόν καθ’ εκάστην έξω από τον οίκο της κυρά- Μήτραινας, παρατηρώντας τα παρατεταγμένα υποδήματα προσπαθώντας να ανακαλύψει τους ιδιοκτήτες τους. Ο μικρός Γιωργάκης δεν είχε δεύτερο ζευγάρι παρά κάτι φθαρμένες μπότες σαν στρατιωτικά άρβυλα, εύκολα αναγνωρίσιμες.
Τον έβγαζε λοιπόν, η οπισθοδρομική εκπαιδευτικός στον πίνακα κάθε πρωί και τον φιλοδωρούσε με ηχηρά χαστούκια.
Περιέργως πως στο απονήρευτο μυαλό του Γιώργου υπαίτιος για την καθημερινή του ταπείνωση, δεν ήταν άλλος από την «αντιπαθητική» Λιάνα Κανέλλη.
Πέρασε ο καιρός, ο μικρός ορεσίβιος πρόκοψε μέχρι που αξιώθηκε να γίνει και εθνοπατέρας.
Τα φέρε λοιπόν κάποια στιγμή έτσι η ζωή να συγκρουστεί με την πρωταγωνίστρια του παιδικού του εφιάλτη, η οποία τον πρόσβαλε αδίκως δημόσια. Αισθάνθηκε σαν να δέχθηκε στα μάγουλα του ένα από τα εξευτελιστικά παιδικά σκαμπίλια. «Θέλετε να με κάνετε Κασιδιάρη, αλλά εγώ δεν θα γίνω» της απάντησε ενώ τον έπνιγε το δίκιο βουνό.
Οι ξενέρωτοι συνάδελφοι του τον επέπληξαν αυστηρά για την απερισκεψία του. Που να ήξεραν…