Αποκέντρωση, Αξιολόγηση, Αυτονομία
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”8549″ img_size=”full”][vc_column_text]Του Χρήστου Κάτσικα
Σύμφωνα με το τριετές σχέδιο για την Εκπαίδευση «Πλαίσιο κατευθύνσεων και προτάσεις» (2017-2019), το οποίο κινείται στο πλαίσιο που ορίζουν οι δεσμεύσεις των Μνημονίων 3 και 4, τον φετινό Οκτώβριο αναμένεται η δημοσίευση της νέας Εκθεσης του ΟΟΣΑ για την Εκπαίδευση, η οποία, μεταξύ άλλων, θα περιλαμβάνει:
«α) την εκπόνηση ενός νέου μοντέλου αποκεντρωμένης Εκπαίδευσης για την Ελλάδα,
β) μεθόδους για την εφαρμογή της σχολικής αυτο-αξιολόγησης,
γ) βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος,
δ) βελτίωση της διακυβέρνησης και της εδραίωσης του δικτύου των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης,
ε) βελτίωση της συνάφειας των μαθησιακών αποτελεσμάτων με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες και απαιτήσεις της αγοράς εργασίας,
στ) γενικές μεθόδους αποτίμησης των ανθρώπινων και υλικών πόρων καθώς και της χρηματοδότησης που αφιερώνεται στην Εκπαίδευση στην Ελλάδα μέσα στα όρια του μεσοπρόθεσμου προγράμματος».
Το μοντέλο της αποκέντρωσης είναι δεμένο με ένα νήμα με τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας (σε σχέδιο νόμου το οποίο επεξεργάζεται το υπουργείο Παιδείας προβλέπεται αύξηση της παιδαγωγικής και διοικητικής αυτονομίας των σχολείων και των «διαδικασιών βελτίωσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων μέσω αυτοαξιολόγησης»), τη διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αξιολόγηση και τη θεσμοθέτηση και την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο.
Η «χημεία» τους έχει βασικό στόχο την αποδόμηση του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Το πρώτο βήμα της πολιτικής της αποκέντρωσης/περιφερειοποίησης της Εκπαίδευσης, τα προηγούμενα χρόνια, ήταν η παράδοση των παιδικών σταθμών στους δήμους.
Αποτέλεσμα; Οι περισσότεροι δήμοι επιβάρυναν τους εργαζομένους με τη χρηματοδότηση των παιδικών σταθμών, με αυξήσεις στα δίδακτρα ή τροφεία και άλλες έκτακτες εισφορές.
Επιπλέον, οι παιδικοί σταθμοί μετατράπηκαν σε πεδία εφαρμογής των ελαστικών μορφών εργασίας, αφού οι περισσότεροι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και έργου έτσι ώστε να βρίσκονται σε κατάσταση εργασιακής ομηρίας.
Το σχολείο της αγοράς
Είναι φανερό ότι μέσα από την επιχείρηση «αποκέντρωση της Εκπαίδευσης» προωθείται η ιδιωτικοποίηση και δοκιμάζεται συνολικά το μοντέλο του ευέλικτου, «αποκεντρωμένου» σχολείου της αγοράς.
Συγκεκριμένα επιδιώκεται: Η καθήλωση των κρατικών δαπανών για την Εκπαίδευση και η μετάθεση του κόστους λειτουργίας των σχολικών μονάδων στους δήμους και ουσιαστικά στους εργαζόμενους, με την επιβολή τοπικής φορολογίας.
Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση κάθε σχολικής μονάδας θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις οικονομικές δυνατότητες κάθε δήμου.
Οι δήμοι, με τη σειρά τους, θα μεταθέτουν την οικονομική επιβάρυνση στους πολίτες, είτε επιβάλλοντας δίδακτρα είτε άλλες εισφορές.
Στο πλαίσιο της αποκέντρωσης είναι προφανές ότι ο εκπαιδευτικός καλείται να έχει έναν νέο ρόλο και κυρίως αυτοί που ασκούν διοίκηση.
Στην ουσία, θα μετατραπούν σε μάνατζερ–διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου.
Μακροπρόθεσμα το αποτέλεσμα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο πολλών σχολείων, κυρίως των αγροτικών περιοχών, αφού οι κοινότητες και οι μικρότεροι δήμοι δεν θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής.
Ανάλογα προβλήματα θα αντιμετωπίσουν και πολλά σχολεία των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων περιοχών, που θα εξελιχθούν σε σχολεία αλλοδαπών, μεταναστών και φτωχών Ελλήνων.
Στον ανελέητο ανταγωνισμό που θα ξεσπάσει μεταξύ των σχολείων, οι μαθητές, με πρόσχημα το δικαίωμα επιλογής του σχολείου όπου θα φοιτήσουν, αντιμετωπίζονται ως πελάτες και παραγόμενα εμπορεύματα, αφού θα προετοιμάζονται έτσι ώστε να κυκλοφορήσουν στην αγορά με καλύτερους όρους.
Από την άλλη, η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στους εκπαιδευόμενους, στους γονείς, στην «τοπική κοινωνία» και στους «παραγωγικούς φορείς», είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτώνται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους.
Τα «αποκεντρωμένα» σχολεία, για παράδειγμα, θα παραμερίζουν πιο εύκολα τη γενική μόρφωση σε όφελος των δεξιοτήτων που ζητά η αγορά, για να γίνονται πιο προσφιλή στις επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη χρηματοδότηση.
Η παιδαγωγική και η διδακτική οφείλουν να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη, που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική, αφού το σχολείο θα λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και πρέπει να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτήν την προοπτική.
Αυτοαξιολόγηση
Παράλληλα, σύμφωνα με το «τριετές σχέδιο», το φθινόπωρο–χειμώνα του τρέχοντος έτους θα κατατεθεί σχέδιο νόμου το οποίο θα ορίζει την αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολείων και την αξιολόγηση των στελεχών της Εκπαίδευσης, νέα κριτήρια επιλογής προσωπικού και υπεύθυνων δομών και νέα κατανομή τους ανά Διεύθυνση Εκπαίδευσης.
Ο νέος νόμος θα αφορά:
- Διευθυντές Εκπαίδευσης
- Περιφερειακούς διευθυντές Εκπαίδευσης
- Διευθυντές εκπαιδευτικών θεμάτων στις Διευθύνσεις
- Σχολικούς συμβούλους
- Προϊσταμένους πολιτιστικών και περιβαλλοντικών προγραμμάτων και προγραμμάτων Εκπαίδευσης για την υγεία, την εκπαίδευση και την επαγγελματική σταδιοδρομία
- Επικεφαλής των σημείων επαφής για νέους σπουδαστές
- Διευθυντές Κέντρων Διαφορικής Διάγνωσης, Αξιολόγησης και Υποστήριξης
- Προϊσταμένους Κέντρων Προσανατολισμού και Καθοδήγησης
- Επικεφαλής των Κέντρων Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών
- Προϊσταμένους Κέντρων Εργαστηρίων Φυσικών Επιστημών
- Διευθυντές / αναπληρωτές διευθυντές Περιφερειακών Κέντρων Κατάρτισης
[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]