“Άνοιξη ήταν στην συνοικία Παπακαυκά”: Η εικόνα των ΡΟΜΑ τσιγγάνων μέσα από τα μάτια ενός Αμαλιαδίτη
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”40143″ img_size=”full”][vc_column_text]Γράφει ο Αλέκος Ξύδης
Αμαλιάδα 2006, Άνοιξη ήταν . Περίπου τρία χρόνια έμενα στην πόλη της Αμαλιάδας. Ρώτησα που έπρεπε να πάνε τα παιδιά μου σχολείο και η αρμόδια υπηρεσία μου υπόδειξε το 7ο Νηπιαγωγείο, στην συνοικία Παπακαυκά , κοντά στα τσιγγάνικα..
Με το παιδί μου λοιπόν αγκαλιά, κίνησα με τα πόδια (κοντογειτονιά έμενα). Στην επιστροφή –μονάχος μου- είπα να επιστρέψω μέσα από τον συνοικισμό. Με βήμα ταχύ είδα τους μεγάλους δρόμους, είδα τις καθαρές αυλές, τα πλατιά χαμόγελα, τα ανοιχτά σπίτια, τα γελαστά πρόσωπα, τις παιδικές φωνές και αυτοκίνητα γιομάτα εμπορεύματα. Τούτα μου έκαναν εντύπωση!
Επέστρεψα λοιπόν το μεσημέρι με το παιδί μου αγκαλιά (από το νηπιαγωγείο ) , από την ίδια γειτονιά: την τσιγγάνικη γειτονιά, την γειτονιά των Ρομά… την γελαστή γειτονιά.
Με λιγότερους φόβους, αφού δεν είδα κάτι να με φοβίσει. Το παιδί μου κοιτούσε τριγύρω, εγώ στο δρόμο που πήγαινα. Ξάφνου άκουσα μια φωνή: “Ει παλικάρι”, γύρισα, μια γιαγιά-ήταν – σε ένα μπαλκόνι.
Κρατούσε ένα ποτήρι νερό. “Πάρε να πιείς γιέ μου , κάνει ζέστη”. “Ευχαριστώ , δεν διψάω”, έκανα βιαστικά. Η γιαγιά σήκωσε το ποτήρι και είπε: “Δεν πειράζει, θα το πιώ εγώ στην υγειά σου”. Ντράπηκα, ντράπηκα και θύμωσα με τον εαυτό μου που αρνήθηκα ένα ποτήρι από την γιαγιά.
Μέχρι να φθάσουμε σπίτι είχα βρει άλλοθι… ε, τόσα έχω ακούσει για τους τσιγγάνους, τους Ρομά … να έπινα νερό; Μέχρι να ανέβω τα σκαλιά του σπιτιού το άλλοθι δεν υπήρχε… Γιατί με πείραξαν ποτές; μάνα δεν τους γέννησε; ο ίδιος Θεός με τον δικό μου δεν τους έδωσε ζωή; κακώς πρόσβαλα την γιαγιά, είμαι απαράδεκτος .
Την επόμενη μέρα περνώντας από τους ίδιους δρόμους η γιαγιά άσπριζε το πεζοδρόμιο και κανα πεντάρι σκαλιά που χώριζαν το μπαλκόνι από τον δρόμο. Την πλησίασα δειλά. ‘’Καλημέρα’’ έκανα. “Καλημέρα παλικάρι μου, μήπως διψάς; ” είπε η γιαγιά .
– !! Ένα ποτήρι νεράκι θα το έπινα.
– Έλα, ανέβα τα σκαλιά , μην στέκεστε στον δρόμο. Ραφαήλ, Μάρω, ελάτε να παίξετε με τη μικρή.
– Εγγονάκια σας; να σας ζήσουν.
– Δισέγγονα! (Έκανε με χαρά). Τα προσέχω μέχρι γιατι ο γιός μου και η νύφη μου είναι από τη νύχτα στην λαϊκή. Πάω να φέρω το νερό και μια πορτοκαλάδα για τα παιδιά.
Αργούσε να έρθει η γιαγιά και τα παιδιά παίζαν εκεί δίπλα μου. Όπως κοιτούσα τριγύρω (δίχως να ψάχνω κάτι) η ματιά μου στάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Κείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ένα παλιό έπιπλο που επάνω ήταν ριγμένο ένα κεντητό με την Αγιά Σοφιά, έναν δικέφαλο αετό, μια ξύλινη εικόνα της Παναγίας μας με το Χριστό αγκαλιά και κάποιες παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Τόση αγάπη για την Πόλη και τον ελληνισμό; σκέφθηκα. Σε λίγο ήρθε και η γιαγιά με δυο ποτήρια νερό (ένα για μένα, ένα για εκείνη και με χυμό από φρέσκα πορτοκάλια! για τα παιδιά).
-Στην υγεία σας.
-Υγεία. Χρόνια πολλά να μου πεις παλικάρι μου, χθες 8 Απριλίου , ήταν η Παγκόσμια Ημέρα Ρομά.
“Να είστε καλά” έκανα, απόρησα: υπάρχει Παγκόσμια Ημέρα των Ρομά;;
Ίσως ισχύει αυτό που λέει ο φίλος- αδελφός μου Νίκος , που είναι Ρομά, πως οι δυσκολίες που έχει περάσει η Φυλή του, γίνεται αιτία να γένονται σοφοί γρηγορότερα. Πάντως η κυρία Δήμητρα σαν να διάβασε την σκέψη μου, είπε: Παλικάρι μου, το 1922 οι πρόγονοί μου διώχτηκαν από την Πόλη διότι δεν απαρνήθηκαν την Παναγία μας. Το 1960 ήρθαν εδώ. Το τίμημα ήταν βαρύ … το βλέπεις.. : ότι κακό γένεται το κάνουν οι Ρομά. (κείνη την στιγμή από το κασετοφωνάκι ακουγόταν το τραγούδι του τσιγγάνου Κώστα Χατζή “ο κύριος κανείς”).
Μια ώρα περίπου συζητώντας, με την Κυρία Δήμητρα, πέρασε ευχάριστα, μαθαίνοντας πράγματα που δεν ήξερα. Κατάλαβα πως η εικόνα που η κοινωνία έχει για τους Τσιγγάνους Ρομά απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα. Η Κυρία Δήμητρα μιλούσε με υπερηφάνεια, με ΤΑΠΕΙΝΗ υπερηφάνεια για τα δεινά των προγόνων της, για την Πόλη, για τους Ρομά. Κάποια στιγμή έπρεπε να φύγω… η μικρή κουράστηκε.
– Κυρία Δήμητρα ευχαριστώ για όλα.
-Ούτε λόγος παλικάρι μου , ένα ποτήρι νερό και στον εχθρό μας το δίνουμε.
-‘Όχι πάντα.. όχι όλοι.
– Να ΄σαι καλά παλικάρι μου. Όποτε περνάτε να έρχεστε.
-Εντάξει κυρία Δήμητρα, να είστε καλά.
Μετά από καιρό κατάλαβα.. κατάλαβα τι εννοούσε η γιαγιά: οι Τσιγγάνοι, οι Ρομά, είναι πλούσιοι και φτωχοί συγχρόνως.. Μπορεί να μην έχουν πολλά μα δίνουν πολλά. Μπορεί να μην έχουν χρήματα, μα έχουν ψυχή. Έτσι λοιπόν γνώρισα Τσιγγάνους που το χέρι απλώνουν όχι για να ζητήσουν, μα να δώσουν.. να δώσουν βοήθεια, να δώσουν ελπίδα, να δώσουν χαρά, να αιμοδοτήσουν, να συμπαρασταθούν στον πάσχοντα συνάνθρωπό, να σταθούν σε όποιον έχει ανάγκη… ανώνυμα και σιωπηλά.
[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]