Του τηλεφώνησε η μαμή…
Οκτώ η ώρα το πρωί, ανέβηκε τα σκαλιά του δημαρχείου αγχωμένος. Είχε προσπαθήσει τις προηγούμενες μέρες να λύσει το πρόβλημα του με τους παρατρεχάμενους του δήμου αλλά χαΐρι δε μπόρεσε να δει. Το πήρε απόφαση λοιπόν να χτυπήσει τη πόρτα του δημάρχου.
Καλημέρα, τον κύριο δήμαρχο, απευθύνθηκε στη προσωπική του γραμματέα που ξεροστάλιαζε παίζοντας με το κινητό έξω από το γραφείο του.
Ο κύριος δήμαρχος δεν έχει έρθει ακόμα του απάντησε μάλλον ενοχλημένη.
Συγγνώμη, ξέρετε αν θα αργήσει; Ρώτησε γεμάτος αγωνία.Θα ήθελα να τον απασχολήσω για ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που μου συμβαίνει…
Τον κοίταξε από πάνω έως κάτω ανασηκώνοντας τους ώμους. Που θες να ξέρω εγώ χριστιανέ μου, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. Χαρτορίχτρα είμαι…
Απομακρύνθηκε λίγο– να μην είναι και ενοχλητικός- και έμεινε όρθιος να τον περιμένει.
Το ρολόι του τοίχου απέναντι μετρούσε ατέρμονα τις ώρες. Οι δείκτες έδειξαν εννιά, έδειξαν δέκα, έδειξαν έντεκα, μα πουθενά ο δήμαρχος.
Θα πεταχτώ να κάνω μια δουλειά και θα επιστρέψω τόλμησε να ενοχλήσει πάλι την αδιάφορη γραμματέα.
Γύρισε ιδρωμένος κατά τις δώδεκα και μισή.
Μήπως ήρθε ο δήμαρχος ρώτησε ασθμαίνοντας.
Τώωρα ο δήμαρχος. Ήρθε και έφυγε άκουσε εμβρόντητος την απάντηση. Του τηλεφώνησε η μαμή και έφυγε εσπευσμένα. Περάστε αύριο…