Πέφτει κάτω, χτυπιέται και κλαίει. Τι να κάνω;
Πολύ συχνά στις μέρες μας, οι γονείς νιώθουν ανήμποροι και απελπισμένοι γιατί δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τα ξεσπάσματα του παιδιού τους. Χαρακτηριστικά αναφέρουν: “Κάθε φορά που του λέω όχι πέφτει κάτω και χτυπιέται”. Αυτή την αντίδραση τις περισσότερες φορές συνοδεύει έντονο κλάμα, φωνή και γκρίνια από το παιδί. Όταν οι γονείς προσπαθούν να το ηρεμήσουν πλησιάζοντάς το και αγκαλιάζοντάς, συνήθως οι αντιδράσεις γίνονται εντονότερες. Άλλες φορές, οι γονείς υποχωρούν και αφήνουν το παιδί να πάρει αυτό που ζητά γιατί φοβούνται ότι κάτι θα πάθει, γιατί δεν αντέχουν να το βλέπουν έτσι ή ακόμη και για πρακτικούς λόγους (είναι μεσημέρι, το ακούν οι γείτονες, διαβάζει ο αδερφός του κτλ).
Η αντίδραση αυτή ονομάζεται tantrum και στην ουσία πρόκειται για την έντονη έκρηξη θυμού που πιάνει το παιδί και την οποία δυσκολεύονται πολύ οι γονείς να αντιμετωπίσουν. Συνήθως οι λόγοι που φέρνουν αυτή την έκρηξη οργής στο παιδί είναι ασήμαντοι για τα μάτια των γονιών. Η έντονη αντίδραση όμως του παιδιού σε αυτούς τους λόγους πυροδοτείται από την αδυναμία του παιδιού εκείνη τη στιγμή να επεξεργαστεί όλα τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και τα αρνητικά συναισθήματα που το κατακλύζουν. Για τα παιδιά μάλιστα που δεν έχουν αναπτύξει ακόμη καλά το λόγο τους, είναι ακόμη πιο δύσκολη η διαδικασία επεξεργασίας όσων συμβαίνουν και διεκδίκησης.
Είναι σημαντικό οι γονείς να δουν τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή στο παιδί. Να κατανοήσουν:
– Τί διεκδικεί
– Ποιά κομμάτια δυσκολεύεται να επεξεργαστεί,
– Πώς ενδεχομένως αφήνουν μέσα από τη δική τους στάση να ενισχύεται αυτή η συμπεριφορά
– Πώς θα μπορούσαν να διευκολύνουν το παιδί.
Πολύ βασικό κομμάτι για τους γονείς είναι να διατηρούν ένα ήρεμο περιβάλλον και να μην παρασύρονται από τον έντονο εκνευρισμό και θυμό του παιδιού. Η δική τους σταθερότητα θα βοηθήσει το παιδί να αισθανθεί ασφάλεια και να ελέγξει τα συναισθήματά του. Σημαντικό επίσης είναι να ανταποκριθούν σε αυτό που συμβαίνει στο παιδί, να του δείξουν ότι ακούν και κατανοούν τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται εκείνη τη στιγμή. Παράλληλα όμως, χρειάζεται οι γονείς να εξηγήσουν για ποιο λόγο του λένε «όχι» εκείνη τη στιγμή αλλά και να βάλουν τους δικούς τους όρους ώστε να επιτευχθεί μια πιο λειτουργική συνεργασία και επικοινωνία με το παιδί. Είναι σημαντικό να μην παρασυρθούν οι γονείς στον έντονο και συναισθηματικά βίαιο τρόπο που δοκιμάζει το παιδί. Αν τελικά ενδώσουν σε αυτό τον τρόπο τότε το παιδί, λειτουργώντας χειριστικά, δεν έχει λόγο να μην το ξανακάνει την επόμενη φορά που θα χρειάζεται κάτι ή κάτι θα το έχει θυμώσει.
Θα μπορούσε λοιπόν μια μητέρα να πει στο παιδί της: “Βλέπω πως είσαι πολύ αναστατωμένος αυτή τη στιγμή και καταλαβαίνω πως θύμωσες επειδή δε σου δίνω την μπάλα. Ξέρεις ότι τη μπάλα τη χρησιμοποιούμε μόνο όταν είμαστε έξω. Εγώ όμως δυσκολεύομαι να σε καταλάβω όταν είσαι έτσι. Χρειάζεται να ηρεμήσεις για να μπορέσουμε να μιλήσουμε. Όταν ηρεμήσεις, θα είμαι εδώ για να το συζητήσουμε.”
Με έναν τέτοιο τρόπο το παιδί μπορεί να νιώσει ότι το καταλαβαίνουν και το αποδέχονται και όχι ότι το εγκαταλείπουν. Από την άλλη, κινητοποιείται έτσι να αναζητήσει άλλους τρόπους διεκδίκησης αφού αυτός ο τρόπος μοιάζει πλέον να μη λειτουργεί. Η απόσπαση της προσοχής μπορεί επίσης να βοηθήσει το παιδί να ξεχαστεί και να ηρεμήσει, αρκεί να γίνει με τη μορφή κάποιας πρότασης των γονιών και όχι πιεστικά. Αφού λοιπόν οι γονείς έχουν ανταποκριθεί στο συναίσθημα του παιδιού και του έχουν προτείνει τρόπους στήριξης και διευκόλυνσης, ωφέλιμο φαίνεται να είναι το κομμάτι της αδιαφορίας.
Τέλος, ίσως το πιο χρήσιμο μέρος είναι ενίσχυση των “καλών τρόπων αντίδρασης”. Είναι πολύ σημαντικό να ενισχύσουν οι γονείς τις φορές αυτές όπου το παιδί δοκιμάζει να συνεργαστεί, να επικοινωνήσει, να διεκδικήσει με διαφορετικό τρόπο. Χρειάζεται οι γονείς να αναγνωρίσουν αυτή την προσπάθεια στο παιδί, να του δείξουν πόσο χαίρονται που πλέον συνεργάζονται καλύτερα και να το βοηθήσουν να διατηρήσει αλλά και να διευρύνει αυτές τις αντιδράσεις.
πηγή: imommy