Λατέρνα
Είχε ανοίξει μια χαραμάδα στο παράθυρο για να μπαίνει λίγο φρέσκος αέρας. Όπως μου εξήγησε αργότερα, ποτέ δεν άντεχε το κρύο αλλά ούτε και την κλεισούρα και αυτός ήταν ένας δύσκολος συνδυασμός για κάποια που ήδη από την εφηβεία, της άρεσε πολύ να κλείνεται σ’ ένα δωμάτιο και να διαβάζει με τις ώρες. Το σπίτι πάντως ούτε μύριζε, ούτε κρύο ήταν, αφού σχεδόν όλη τη μέρα η φωτιά ήταν αναμμένη. Μόνο το άρωμα του ελληνικού κατέκλυζε σιγά σιγά κάθε άκρη του και ήταν προφανές ότι η γειτονιά ήξερε πότε η κυρία Σεμέλη έπαιρνε τον απογευματινό καφέ της
Έσκυψε ελαφρά και έπιασε μέσα από τις στοίβες των βιβλίων που απλώνονταν ολόγυρά της μία περίτεχνη έκδοση. Το βιβλίο ήταν μεγάλο και λεπτό, και το εξώφυλλό του σκληρό με διακριτικό σχέδιο και προσεγμένα χρώματα. Μου εξήγησε ότι μόλις κυκλοφόρησε και αυτό την έκανε ιδιαίτερα ευτυχισμένη αφού είχε γράψει το εισαγωγικό σημείωμα για την συγκεκριμένη συλλογή ενός πολύ σπουδαίου ποιητή, τον οποίο προς μεγάλη μου ντροπή δεν γνώριζα ούτε καν ως όνομα. Μόλις ξεπέρασα τη ντροπή μου, την παρακάλεσα να μου διαβάσει το κείμενό της. Ακόμα και σε αυτή την ηλικία, η φωνή της ήταν μαγευτική. Επί πολλά χρόνια άλλωστε έβγαζε το ψωμί της ως εκφωνήτρια και ενίοτε ως ραδιοφωνική παραγωγός. Αφού αρνήθηκε ευγενικά, προθυμοποιήθηκε αντ’ αυτού να αναγνώσει το αγαπημένο της ποίημα από το έργο. Ξεκίνησε αμέσως και τα λόγια της έβγαιναν πότε σαν μέλι και πότε σαν μαχαίρι από το στόμα της. Ήταν απλά συγκλονιστική αλλά ξαφνικά σταμάτησε. Σε απάντηση της απορίας που σχηματιζόταν έκδηλη στο πρόσωπό μου, με ρώτησε αν το άκουγα. Ύστερα από δευτερόλεπτα, έγνεψα καταφατικά χαμογελώντας. Είχε ήδη σηκωθεί και αφού παραμέρισε την πάλλευκη κουρτίνα, στάθηκε και κοιτούσε τον λατερνατζή καθώς διέσχιζε αργά τον δρόμο μονάχος του, θρηνώντας τάχα για έναν κόσμο που είχε πια χαθεί. «Το πιστεύεις ότι τον θυμάμαι από τότε που ήμουν παιδί;», είπε. «Τον είχα ξεχάσει τελείως μέχρι που μια μέρα πέρασε ξανά μπροστά από το σπίτι. Κάθε μέρα λέω πως θα κατέβω να τον χαιρετίσω και να τον τρατάρω κάτι αλλά ποτέ δεν το κάνω. Μόνο κάθομαι και τον κοιτάζω σα χαμένη. Σα να αναζητώ κάτι που έχασα και δε θα το ξαναβρώ ποτέ».