Η ματαιότητα ενός προαναγγελθέντος δράματος
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”34861″ img_size=”full”][vc_column_text]Στα ίδια μέρη…
Σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να υπάρξει αρχή, μέση και κυρίως τέλος. Ακόμα και σε ένα κείμενο όπου θεωρητικά όλα είναι δυνατά, πρακτικά εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες και κυρίως από αυτό το οποίο ο συντάκτης καλείται ή θεωρεί επιβεβλημένο να περιγράψει, να αποτιμήσει, να στοχαστεί. Όλα είναι δυνατά, αλλά εκείνο που δύσκολα μπορείς να ξεπεράσεις είναι η γεύση της ματαιότητας που αναδύεται σαν σάλιο στιφό στο στόμα. Σήμερα δεν θα μιλήσω για τα πιθανά αίτια.
Πρώτον γιατί δεν τα γνωρίζω –παρότι όπως πάντα πολλοί μιλούν με (κυριολεκτικά) απίστευτη σιγουριά για κάθε φωτιά που ξεσπάει– και δεύτερον γιατί όταν κάτι πεθαίνει, αυτό που προέχει είναι το πένθος. Η κουβέντα για τα αίτια του θανάτου γίνεται σε δεύτερο χρόνο.
Η κατάσταση που βιώνουμε και φέτος (δυστυχώς έχουμε μέλλον ακόμη μπροστά μας με τις πυρκαγιές) είναι δραματική. Κάθε χρόνο ελπίζουμε φανερά ή κρυφά ότι δεν θα ζήσουμε ξανά τις ίδιες δραματικές καταστάσεις, με ανθρώπους να αγωνιούν για τα σπίτια τους, με περιουσίες να γίνονται στάχτη μέσα σε λίγα λεπτά, με πανέμορφα δάση να μετατρέπονται σε νεκροταφεία. Κάθε χρόνο διαψευδόμαστε.
Τούτες τις μέρες, για ακόμη μία χρονιά, η Ηλεία, η Ζάκυνθος, τα Κύθηρα, η Αττική, η χώρα ολάκερη, πενθούν για όλα αυτά που χάθηκαν και δεν πρόκειται να ξαναγίνουν. Και δεν θα ξαναγίνουν γιατί το δράμα είναι επαναλαμβανόμενο και αργά ή γρήγορα οι ίδιες εκτάσεις θα καούν ξανά και ξανά, μέχρι να ψοφήσουμε όλοι από τους ρύπους. Ποιος αλήθεια βάζει το χέρι του στη φωτιά, ότι οι ίδιες ακριβώς εκτάσεις δεν θα καούν σε πολύ λιγότερο από τριάντα χρόνια;
Εύλογο ερώτημα αφού τόσο χρόνο χρειάζεται ένα δάσος να αφεθεί στην ησυχία του για να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Ό,τι έγινε κάρβουνο μέσα σε μόλις τρεις ημέρες, χρειάζεται τριάντα χρόνια. Αν δεν είναι αυτό ματαιότητα, τότε τι είναι;[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]