Χιόνια στον Ερύμανθο
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”45880″ img_size=”full”][vc_column_text]Έτσι, κάπως αργά και ανεπαίσθητα, το χώμα ντύθηκε στα λευκά. Όχι αμέσως. Λίγο λίγο˙ όπως στολίζουν τη νύφη την μέρα του γάμου της. Αργά και με υπομονή, η μία βουνοκορφή μετά την άλλη άλλαζαν όψη, θαρρείς πως κι αυτές ετοιμάζονται για μία ένωση ανώτερη.
Πρώτα, βρήκαν ταίρι τα σύννεφα. Μετά η βροχή παντρεύτηκε τον αγέρα κι ύστερα ο χιονιάς ξάπλωσε στην αγκαλιά της γης.
Στον Ωλενό δεν υπάρχει θόρυβος αλλά ούτε και μουσική. Η φωνή της φύσης χάνεται σιγά σιγά καθώς ανεβαίνεις, καθώς δυναμώνει το κρύο και δίνει τη θέση της σε μία οροσειρά από παύσεις. Ακόμα και από τον κάμπο καταλαβαίνεις ότι κάτι έχει αλλάξει εκεί πάνω.
Στον απόηχο των τελευταίων φύλλων, που αναπαύονται επιτέλους στο μαλακό στρώμα, πίσω από σκυφτά χρυσαλιφούρφουρα και ολόρθες δρυς, το μόνο μαντάτο που κουβαλά ο άνεμος είναι οι προσευχές των μοναχών.
Εκεί πάνω θα ήθελες να ήσουν τώρα. Στο βουνό, ανάμεσα στ’ αρχαία δέντρα, μαζί με χρυσαετούς και γεράκια, καρβουνιάρηδες και δρυοκολάπτες, τσίχλες και χιονοψάλτες, κοτσύφια και σταχτοπετροκλήδες, πέρδικες και μπεκάτσες, κουρούνες και καρακάξες, καλιακούδες και κίσσες.
Στο σπίτι της Αρτέμιδας και του Πάνα, με την μεγάλη Άρκτο να αγκαλιάζει μητρικά την μικρή, και την αγάπη τους να απλώνεται από τον ουρανό σε ολόκληρη την οικουμένη. Εδώ πάνω καταλαβαίνεις καλύτερα. Εδώ πάνω όλα μοιάζουν τόσο όμορφα και σκληρά. Σαν μεταίχμιο της ύπαρξης. Εκεί που η ζωή παντρεύτηκε τον θάνατο.
«Τα τελευταία φύλλα έπεσαν σα νότες απ’ ένα πιάνο κι άφησαν τα οβάλ τους σχήματα ν’ αντηχούν στ’ αυτί˙ με άκομψα αναλόγια, το χειμωνιάτικο δάσος, μοιάζει με άδεια ορχήστρα, οι γραμμές του χαραγμένες στις σκόρπιες παρτιτούρες του χιονιού…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]