Του ουρανού το αβάσταχτο χρώμα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”39571″ img_size=”full”][vc_column_text]Κάθονταν αγκαλιασμένοι στον σταθμό του τρένου και δεν ξεκολλούσαν ο ένας από την άλλη. Δεν ήταν σαν τις συνηθισμένες φαιδρότητες που βλέπεις όταν περπατάς έξω. Αυτή η συνύπαρξη έδειχνε τόσο φυσική, λες και την είχε αγιάσει ο ίδιος ο Έρως, ένα πράγμα. Αλλά όσο ειδυλλιακή κι αν φαινόταν η εικόνα, υπήρχε κάτι στενάχωρο στην έκφρασή τους. Ύστερα από λίγη ώρα, η υποψία έγινε βεβαιότητα.
Σε σταθμό τρένου ήμασταν, δεν ήθελε και πολύ μυαλό να καταλάβεις ότι ο ένας έφευγε και η άλλη έμενε. Ή μήπως το αντίστροφο; Σε κάθε περίπτωση, ο αποχωρισμός ήταν βέβαιος. Πράγματι λίγο αργότερα όταν ήρθε το τρένο, φιλήθηκαν σφιχτά και χώρισαν.
Ο σταθμός είναι ο κατεξοχήν τόπος των αποχωρισμών αλλά και των ανταμώσεων. Η διαφορά είναι ότι για κάποιο περίεργο λόγο οι αποχωρισμοί χαράσσονται εντονότερα στην ψυχή των ανθρώπων. Υπάρχει κάτι που ίσως καθιστά την λύπη πιο αξιομνημόνευτη από την χαρά τους.
Το τρένο άρχισε σιγά σιγά να κινείται, αν και ο ήχος δεν ήταν αυτός ο χαρακτηριστικός που έβγαζαν οι παλαιού τύπου μηχανές, οι οποίες θαρρείς πως ξεφυσούσαν από τα συνεχή δρομολόγια και την εξάντληση.
Κοιταζόντουσαν μέχρι που τα πρόσωπά τους χάθηκαν και ξαφνικά έμεινε μόνο η ανάμνηση. Μία στιγμή ήταν και πάει. Ψηλά, σήκωσε εκείνη το κεφάλι της, τάχα ζητώντας κάτι να την παρηγορήσει, να της δώσει κουράγιο. Δεν υπήρχε τίποτε, παρά μόνο του ουρανού το αβάσταχτο χρώμα.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]