Το χρονογράφημα: Στη γλώσσα των καιρών…
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”60749″ img_size=”full”][vc_column_text]Από την πόρτα ο πλάτανος στην πλατεία του χωριού έδειχνε να ξαναζωντανεύει, ελπίδα πως η γης σύντομα θα σκέπαζε τη γύμνια της. Το προηγούμενο βράδυ η βροχή πλημμύρισε τα καλντερίμια και το πετροβόλημα από τις κατολισθήσεις δεν άφηνε την ανησυχία να καταλαγιάσει.
Θα φέρει πάλι βροχή, μουρμούρισε η γερόντισσα. Βλέπω τα σημάδια συνέχισε, καθώς με σέρβιρε μια κούπα αχνιστό καφέ.
Άντε τώρα εγώ –γεννημένος στις όχθες της πόλης και στους πρόποδες των πολυκατοικιών- να καταλάβω τη γλώσσα του καιρού. Εδώ, χρόνια τώρα παιδεύομαι να μάθω τη γλώσσα των… καιρών.
Μη σεκλετίζεσαι, με φιλοδώρησε μ’ ένα χαμόγελο βγαλμένο απ’ την καρδιά της. Πιες τον καφέ σου, θα προκάμεις. Διάβασα στην εφημερίδα αυτά που έγραψες συμπλήρωσε, θα μας τις κόψουν τελικά τις συντάξεις. Τι τα θες, κανένας δεν χαμπαριάζει τα γερόντια μονολόγησε.
Λιπόσαρκη, μικροκαμωμένη, με κοίταξε μ’ ένα τρόπο που με ’κανε συνένοχο της εποχής που έχει ρίξει τα γηρατιά στον καιάδα τους.
Φεύγοντας της ευχήθηκα καλό κουράγιο κι ας ένιωθα πως ακόμα και τούτη την ευχή μας τη μαγάρισαν. Στάθηκε στο κατώφλι και μ’ αποχαιρέτισε βουβά (πάντα ο λόγος ο έσχατος είναι της σιωπής σκέφθηκα).
Κι ήταν σα να φορούσε τη θλίψη της για ομορφιά…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]