Το θέατρο του παραλόγου
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”44138″ img_size=”full”][vc_column_text]Το θέατρο του παραλόγου που παίζεται επί δεκαετίες στην Ελλάδα με τη φορολογία, όπου οι μισθωτοί και συνταξιούχοι σηκώνουν τα μεγαλύτερα βάρη ενώ ορισμένοι επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν εισοδήματα που ταιριάζουν σε πένητες, είναι σε γενικές γραμμές γνωστό από παλιά σε όσους ασχολούνται με τα οικονομικά.
Δεν παύουν, όμως, να εντυπωσιάζουν τα συγκεκριμένα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν σε δύο κυριακάτικες εφημερίδες.
Το πρώτο ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα αποκαλύπτει στοιχεία που προκύπτουν από τον αυτόματο συσχετισμό των στοιχείων για τις καταθέσεις πολιτών που αντιστοιχούν σε 1.270.000 ΑΦΜ και περιλαμβάνονται πληροφορίες που έστειλαν οι τράπεζες για την περίοδο 2002-2014.
Από τη σύγκριση των καταθέσεων με τις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις προκύπτει μια διαφορά σε εισοδήματα που δεν δηλώθηκαν της τάξης των 550 δισ. ευρώ συνολικά στο χρονικό διάστημα που εξετάζεται -ένα ποσό περίπου τριπλάσιο από το ετήσιο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας σήμερα.
Το δεύτερο ρεπορτάζ, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή της Κυριακής» και περιλαμβάνει αναλυτικά στοιχεία για την κατανομή των φορολογικών βαρών, τα οποία δείχνουν, ανάμεσα σε άλλα, ότι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι δηλώνουν το 79% των συνολικών εισοδημάτων και πληρώνουν σχεδόν το 60% των φόρων.
Προκύπτει δηλαδή σαφώς μια από τις βασικές αιτίες της ελληνικής τραγωδίας: Πλούσιοι πολίτες -τουλάχιστον κάποιες κατηγορίες πολιτών-, σε ένα φτωχό κράτος, το οποίο συντηρείται υπερφορολογώντας μισθωτούς και συνταξιούχους, οι οποίοι αντικειμενικά δεν μπορούν να ξεφύγουν από την εφορία, διότι ο φόρος παρακρατείται πριν αποδοθεί ο μισθός ή η σύνταξη.
Τα στοιχεία, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, προήλθαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο από τη στιγμή που τον περασμένο Μάρτιο ολοκληρώθηκε ένα λογισμικό επεξεργασίας με το οποίο, μέσα σε λίγες ώρες, έγιναν οι συγκρίσεις των στοιχείων που είχαν δώσει οι τράπεζες με εκείνα των φορολογικών δηλώσεων.
Αναφέρονται μάλιστα και εκτιμήσεις κυβερνητικών στελεχών ότι εάν αυτά τα χρήματα είχαν φορολογηθεί κανονικά «στην ώρα τους» το Δημόσιο θα είχε έσοδα γύρω στα 180 δισ. ευρώ, ενώ εάν δεν υπήρχαν οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που απαγορεύουν τον αναδρομικό έλεγχο για υποθέσεις παλαιότερες των πέντε ετών, και μπορούσαν να γίνουν έλεγχοι και για πιο πριν, τα έσοδα θα κυμαίνονταν από 10 έως 50 δισ. ευρώ.
Είναι προφανές ότι η τεχνογνωσία για να γίνει αυτή η σύγκριση υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια. Δεν πρόκειται για πυρηνική φυσική, αλλά για ένα λογισμικό που διασταυρώνει στοιχεία.
Τα ερωτήματα λοιπόν είναι γιατί τόσα χρόνια δεν είχαν ζητηθεί τα στοιχεία από τις τράπεζες και γιατί δεν είχαν γίνει οι διασταυρώσεις.
Πρόκειται ασφαλώς για ρητορικά ερωτήματα, αφού είναι σαφές ότι η φοροδιαφυγή ήταν και είναι μια «μηχανή» που αποδίδει τεράστια εισοδήματα σε μια μερίδα πολιτών, οι οποίοι κατά τεκμήριο ανήκουν σε ισχυρά κοινωνικά στρώματα, αλλά και σε ένα ευρύ δίκτυο επαγγελματιών και φορέων οι οποίοι κερδίζουν μερίδιο της πίτας.
Είναι εξίσου σαφές ότι η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν είναι τεχνικό ζήτημα, αλλά βαθιά πολιτικό.
Μέθοδοι για την καταπολέμησή της και τον εντοπισμό των φοροφυγάδων υπάρχουν πολλές, το θέμα είναι εάν υπάρχει η πολιτική βούληση και κατά πόσον αυτή, όταν υπάρχει, επαρκεί για να ξεπεραστούν τα εμπόδια που ορθώνουν οι δυνάμεις που δεν θέλουν να αλλάξει η κατάσταση.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]