Τα τρένα που φεύγουν
Η ώρα ήταν 11 το πρωί και οι 4 φίλοι καθόντουσαν χαλαροί απολαμβάνοντας τον καφέ τους στη λιακάδα. Από τα συμφραζόμενα προέκυψαν τα ακόλουθα. Νέα παιδιά γύρω στα 25 – 27, που έβγαλαν το σχολειό, μετά σπούδασαν στο Τ.Ε.Ι. ή στο πανεπιστήμιο, έμαθαν γλώσσες και υπολογιστή, έκαναν μεταπτυχιακό, μετά πήγαν στρατό και τέλος γράφτηκαν, θέλω να ελπίζω, στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, προτού καταλήξουν μία ωραία πρωία στην καφετέρια με ένα φρέντο στο χέρι. Λέω «ελπίζω», γιατί κρίνοντας από τα όσα ακούστηκαν, τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και δεν είναι απίθανο να μην έχουν βγάλει καν κάρτα ανεργίας. «Σώπα!», θα σκεφτεί ο αναγνώστης την ώρα που θα διαβάζει τούτες τις γραμμές μειδιώντας. Ωστόσο η διαφορά της υπό συζήτηση διαπίστωσης με το γενικότερο κοινό και προφανές συμπέρασμα για την τραγική περίοδο που διανύουμε είναι ότι αυτά τα νέα παιδιά δεν ήταν απλώς άνεργοι αλλά με μία έννοια έδειχναν να έχουν παραιτηθεί οριστικά από κάθε προσπάθεια. Παραιτήθηκαν από τη ζωή πριν καλά καλά προλάβουν να την ξεκινήσουν και αυτό συνιστά μία μεγάλη ήττα για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Παρά ταύτα εξακολουθώ να μην συμφωνώ με τον προσδιορισμό της χαμένης γενιάς γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδίδεται χαρακτήρας τετελεσμένης κατάστασης σε εκατομμύρια νέους ανθρώπους, οι οποίοι παρά το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον, είναι στο χέρι τους να κάνουν ό,τι μπορούν. Σε καμία περίπτωση και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να στιγματίσει έναν καφέ που όλοι τον έχουν ανάγκη. Αυτό όμως το οποίο είναι ανησυχητικό και αποτελεί καμπανάκι, είναι ότι σύσσωμη η συγκεκριμένη παρέα εμφανιζόταν να έχει αποδεχτεί το μη αναστρέψιμο. Μπορεί να έχει συμβιβαστεί με τη βοήθεια του παππού, με τη συγκατοίκηση με τους γονείς, με τον αμήχανο ρόλο του ταξιδευτή, ο οποίος ενώ βρίσκεται ώρες στον σταθμό, κάθεται και παρακολουθεί σιωπηλός τα τρένα να περνούν το ένα μετά το άλλο από μπροστά του, χωρίς να ανεβαίνει ποτέ σε κανένα. Δεν είναι κακό να μην τα καταφέρνει. Κακό είναι να σταματήσει να προσπαθεί.