Στα πρόθυρα «υδατικού στρες» η Ηλεία
Έντονες οι κλιματικές πιέσεις στην αγροτική παραγωγή του νομού
Του Παναγιώτη Φωτεινόπουλου
Στη λίστα με τις περιοχές που θα δέχονται τις εντονότερες κλιματικές πιέσεις περιλαμβάνεται η Ηλεία, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε σε Διπλωματική Εργασία του Μεταπτυχιακού κύκλου «Κλιματική κρίση & Τεχνολογίες Πληροφορικής & Επικοινωνιών» του Πανεπιστημίου Πειραιώς, με ορατό τον κίνδυνο του «απόλυτου υδατικού στρες»
Όπως αναφέρει η συγγραφέας της εργασίας, Σταθούλα Ηλιοπούλου, η Ηλεία, το Ηράκλειο, η Λάρισα και η Κορινθία υφίστανται αυτές τις πιέσεις από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής λόγω του ότι η τοπική οικονομία στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στον πρωτογενή τομέα και η πίεση στις καλλιέργειες και τα αγροτικά οικοσυστήματα εξαρτάται και από διάφορα γεωγραφικά χαρακτηριστικά.
Η κλιματική αλλαγή και η κλιματική μεταβλητότητα προβλέπεται να έχουν ουσιαστική επίδραση στη γεωργική παραγωγή, τόσο όσον αφορά τις αποδόσεις των καλλιεργειών όσο και τις τοποθεσίες όπου μπορούν να αναπτυχθούν διαφορετικές καλλιέργειες.
Η καλλιεργητική περίοδος έχει επιμηκυνθεί και προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω λόγω της νωρίτερης έναρξης της ανάπτυξης την άνοιξη και μιας μεγαλύτερης καλλιεργητικής περιόδου το φθινόπωρο. Αυτό θα επέτρεπε μια προς βορρά επέκταση των καλλιεργειών θερμής περιόδου σε περιοχές που δεν ήταν προηγουμένως κατάλληλες. Λόγω ενός συνδυασμού ζέστης και ξηρασίας, προβλέπονται σημαντικές απώλειες γεωργικής παραγωγής για τις περισσότερες ευρωπαϊκές περιοχές κατά τον 21ο αιώνα, οι οποίες δεν θα αντισταθμιστούν από τα κέρδη στη Βόρεια Ευρώπη.
Ενώ η άρδευση είναι μια αποτελεσματική επιλογή προσαρμογής για τη γεωργία, η ικανότητα προσαρμογής με την άρδευση θα περιορίζεται ολοένα και περισσότερο από τη διαθεσιμότητα νερού. Οι νότιες περιοχές θα πληγούν περισσότερο, με γενικό αρνητικό αντίκτυπο στη γεωργία. Οι υψηλές θερμοκρασίες, η λειψυδρία και τα ακραία καιρικά φαινόμενα μπορεί να προκαλέσουν χαμηλότερες αποδόσεις, μεγαλύτερη διακύμανση της απόδοσης και, μακροπρόθεσμα, μείωση των κατάλληλων εκτάσεων για καλλιέργεια. Οι επιπτώσεις θα εξαρτηθούν από τα πρότυπα βροχόπτωσης και τις εξεταζόμενες καλλιέργειες.
Η αναμενόμενη λειψυδρία οφείλεται κυρίως σε αλλαγές στις απολήψεις νερού και το ποσοστό των εκτάσεων με σοβαρά προβλήματα εξάντλησης των υδάτινων πόρων αναμένεται να αυξηθεί σε όλες τις περιοχές έως το 2050, με σημαντικές αλλαγές κυρίως στην ανατολική, 28 στη δυτική και στη νότια Ευρώπη. Συγκεκριμένα, οι προβλεπόμενες αυξήσεις στις απολήψεις υδάτων και στη χρήση του νερού θα εντείνουν τις ελάχιστες χαμηλές ροές σε πολλά μέρη της περιφέρειας της Μεσογείου, με αποτέλεσμα αυξημένες πιθανότητες έλλειψης νερού, όταν η μέγιστη ζήτηση νερού συμπίπτει με ελάχιστη ή χαμηλή διαθεσιμότητα31. Μέχρι το 2050, 87 χώρες θα έχουν έλλειψη νερού, ενώ ο αριθμός των χωρών με “απόλυτο υδατικό στρες” (ARWR κατά κεφαλήν λιγότερο από 500 m3) αναμένεται να αυξηθεί σε 45 από 25 το 2015.3
Η κλιματική αλλαγή προβλέπεται να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στη διαθεσιμότητα νερού σε ολόκληρη την Ευρώπη, λόγω των λιγότερο προβλέψιμων μοτίβων βροχοπτώσεων και των πιο έντονων καταιγίδων. Αυτό θα οδηγήσει σε αυξημένη λειψυδρία, ιδιαίτερα στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη, και σε αυξημένο κίνδυνο πλημμύρας σε μεγάλο μέρος της ηπείρου. Οι αλλαγές που θα προκύψουν θα επηρεάσουν πολλές χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές και πολλά διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα και είδη.
Καθώς το κλίμα θερμαίνεται, τα πρότυπα βροχοπτώσεων αλλάζουν, η εξάτμιση αυξάνεται, οι παγετώνες λιώνουν και η στάθμη της θάλασσας αυξάνεται. Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα γλυκού νερού. Οι πιο συχνές και έντονες ξηρασίες και η άνοδος της θερμοκρασίας του νερού αναμένεται να προκαλέσουν μείωση της ποιότητας του νερού. Η αύξηση των ξαφνικών ακραίων βροχοπτώσεων είναι, επίσης, πιθανό να επηρεάσει την ποιότητα και την ποσότητα του διαθέσιμου γλυκού νερού, καθώς τα όμβρια ύδατα μπορούν να προκαλέσουν την είσοδο ακαθάριστων λυμάτων στα επιφανειακά ύδατα.