Ο Δον Κιχώτης συμπαρέσυρε το κοινό σε ένα ονειρικό τοπίο!
Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίας Ολυμπίας – Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη
Γράφουν οι Ελένη Χριστοδουλοπούλου & Ηρώ Ρήγα
Φωτογραφίες: Ηρώ Ρήγα
Το κλασικό αριστούργημα του Μιγκέλ ντε Θερβάντες, η ιστορία του ονειροπόλου Ιππότη Δον Κιχώτη από τη Μάντσα, του συντρόφου του Σάντσο Πάντσα και της αγαπημένης του Δουλτσινέας, ξαναζωντάνεψε από έναν μεγάλο θίασο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου, σε μια θεαματική παραγωγή των Θεατρικών Επιχειρήσεων Τάγαρη, το βράδυ της Κυριακής στο θέατρο ΟΛΥΜΠΙΑ (Φλόκα).
Ο Δον Κιχώτης, ένας φτωχός ξεπεσμένης ευγενικής καταγωγής άντρας, ξεκινάει ένα ταξίδι επηρεασμένος απ’ τα αναγνώσματά του σχετικά με τις ηρωικές μάχες ιπποτών του 4ου αιώνα (αξίζει ν’ αναφερθεί ότι η λέξη ιππότης πρωτοεμφανίζεται στην Ιλιάδα του Ομήρου ως επίθετο του Νέστωρος, “Ιππότα Νέστωρ”). Ο ιππότης συχνά βρισκόταν στην υπηρεσία ενός βασιλιά/άρχοντα ως πολεμιστής και ως αντάλλαγμα έπαιρνε κάποιες γεωγραφικές εκτάσεις. Το τελευταίο το βλέπουμε στο έργο του Θερβάντες, αφού ο ακόλουθος του Αλόνσο Κιχάδα/Δον Κιχώτη, Σάντσο Πάντσα αναφέρεται συχνά στο νησί της Μήλου που τιμητικά θα του προσφερθεί όταν υποτίθεται τελειώσει τις ηρωικές περιπέτειες με το αφεντικό του.
Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Δον Κιχώτη, ήταν αρκετά πιστός στις οδηγίες του σκηνοθέτη, καθώς καθ’όλη την διάρκεια τον βλέπουμε να μένει σκυφτός, κουρασμένος απ’ τις κατάφορτες περιπλανήσεις που του προσφέρει το μυαλό του, συγχρόνως όμως η μορφή του φάνταζε μεγαλειώδης. Ο Κυριακίδης “έπαιξε” αρκετά καλά με την ισορροπία αυτή, απλώς ίσως μερικές φορές η πιστότητα αυτή τον έκανε λιγάκι μονότονο. Επίσης ο αρκετά στομφώδης τρόπος ερμηνείας του ίσως να κούρασε μερικές φορές, κάτι που γινόταν σε μεμονωμένα σημεία του έργου.
Οι ανεπιτήδευτες και αρκετά παιγνιώδεις κινήσεις του Σάντσο καθώς και όλη η συμπεριφορά του (Θανάσης Τσαλταμπάσης) μας παραπέμπουν εύλογα στην commedia dell’ arte, η οποία επηρέασε πάρα πολλούς συγγραφείς κατά τον 16° και 18° αιώνα. Ο Σάντσο λοιπόν ως ένας αρλεκίνος της κομέντια είναι ένας υπηρέτης σίγουρα αφελής, πιστός στον αφέντη του. Μονίμως πεινασμένος, χαριτωμένος με απαλές ευέλικτες κινήσεις. Ο Τσαλτάμπασης θα λέγαμε πως όχι απλώς έφερε εις πέρας τον ρόλο και τις επιταγές του, αλλά σίγουρα έκλεψε τα βλέμματα και την συμπάθεια του κοινού. Αναμφίβολα είναι ένας πάρα πολύ καλός ηθοποιός, άνετος στην σκηνική του παρουσία Ωστόσο, η συνεχής επανάληψη κινήσεων, φράσεων και ήχων -που γινόταν ίσως σκόπιμα για να κερδίσει την αμέριστη συμπάθεια του κοινού- ίσως να ξέφυγε ορισμένες φορές απ’ τον έλεγχο και να καθιστούσε το παίξιμο στα μέτρα του “τηλεοπτικού” ή του κακού γκροτέσκου.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε το γεγονός ότι η Νάντια Κοντογεώργη, πέραν της πολύ καλής υποκριτικής της ικανότητας, έχει μια υπέροχη, καλοδουλεμένη φωνή, κάτι το οποίο συμπαρέσυρε και λιγάκι εξανθρώπισε τον κόσμο.
Η Παρθένα Χοροζίδου πρόσθεσε, όπως κάνει τις περισσότερες φορές, μια αμείωτη κωμική κι αστείρευτη φλέβα στο έργο. Μια εντελώς ακομπλεξάριστη κι αρκετά δυναμική παρουσία.
Οι ερμηνείες όλου του θιάσου ήταν εναρμονισμένες απόλυτα με το ροή του έργου, ξεχώρισε όμως ο νέος ηθοποιός Γιάννης Βαρβαρέσος στο ρόλο του πιστού χριστιανού/χωρικού, ο οποίος ήταν αρκετά εύγλωττος, κατέχοντας πολύ καλό ρυθμό της γλώσσας, κίνησης κι άρθρωσης κι ας υπερέβαλε κι αυτός σε κάποια σημεία.
Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη ήταν εντυπωσιακά, ενταγμένα και συνεπή με το κλίμα της εποχής, βοηθώντας το κοινό να μεταφερθεί και να ταυτιστεί με τις επιλογές των ηρώων.
Τέλος, παρόλο το σημείωμα του σκηνοθέτη της παράστασης, θεωρούμε ότι η ποίηση δεν είναι αιώρα ρεμβασμών, δεν είναι το “φτερωτό σου κατοικίδιο” που λέει και ο Γιάννης Στίγκας. Η φαντασία, η ποίηση και ο ρομαντισμός είναι τόσο καθολικά βουτηγμένα στην πραγματικότητα και όπως το μάταιο δεν είναι το άδικο και το δίκαιο δεν είναι μόνο το τελέσφορο, έτσι και η ποίηση δεν μπορεί να σταθεί εάν δεν έχει πηγές της την καθημερινότητα και τις αντίξοες συνθήκες της. Ο Δον Κιχώτης ως ένας άλλος Αίαντας του Σοφοκλή απλώς υπηρετεί μια παλιότερη ηθική. Ο Θερβάντες καθώς και ο Σοφοκλής με τα δύο αυτά έργα προσπαθούν να προτρέψουν τους σύγχρονούς τους να κατανοήσουν ότι θα πρέπει ν’ αλλάξουν ηθική. Οι ήρωες χρησιμεύουν μόνο ως ανάμνηση, αλλά τα νέα ιδανικά είναι η εξυπνάδα, η μεταβλητότητα και ο ρεαλισμός.