Κέρδισε τις εντυπώσεις ο «Ηρακλής μαινόμενος» στο κατάμεστο θέατρο Ήλιδας
Οι θνητοί (δεν) θα είναι πάνω από τους ανθρώπους
Του Παναγιώτη Φωτεινόπουλου
Ο «Ηρακλής Μαινόμενος» ανήκει στις ελάχιστα παιγμένες και λιγότερο δημοφιλείς τραγωδίες του Ευριπίδη. Υπό αυτό ενδεχομένως το πρίσμα, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς φρόντισε να παρουσιάσει στο κοινό της Ήλιδας την περασμένη Τετάρτη μια παράσταση με ελκυστικούς νεωτερισμούς, κατά τη διάρκεια της οποίας ξεδιπλώθηκαν όλα τα νοήματα του αρχαίου κειμένου: η αλαζονεία των σφετεριστών της εξουσίας στα λόγια του Λύκου, η γενναία αποδοχή του θανάτου αντί της ατιμωτικής επιβίωσης στον διάλογο Μεγάρας-Αμφιτρύωνα, αλλά πάνω από όλα η κυνική ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στη θεϊκή βούληση.
Ο Ηρακλής πρέπει να υποφέρει, γιατί «αν αυτός κερδίσει, οι θνητοί θα είναι πάνω από τους θεούς». Αυτή είναι η φράση που παίρνει ο σκηνοθέτης από τα λόγια της Ίριδας και την τοποθετεί στην έναρξη της παράστασης με μια φωνή από το υπερπέραν, την ώρα που στέκονται αμίλητοι και ακίνητοι στη σκηνή η Μεγάρα (Στεφανία Γουλιώτη) και ο Αμφιτρύωνας (Γιώργος Γάλλος). Εύστοχο «πείραγμα» του πρωτοτύπου, που δεν αλλοιώνει τον πυρήνα του αλλά μας προϊδεάζει για την εξέλιξη του έργου.
Ο Κων/νος Σκουρλέτης στήνει ένα μισοσκότεινο σκηνικό, αποτελούμενο από ξύλινα καθίσματα και ένα μεγάλο κουτί που (spoiler) βαθμιαία ανοίγει και φωτίζεται για χάρη της ερμηνείας του Ηρακλή. Αυτή η σκηνοθετική επιλογή λειτουργεί ευεργετικά προς τους θεατές, διότι εκεί μέσα εκτυλίσσονται όλοι οι φόνοι. Δεν βλέπουμε αλλά αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει, κάτι που αυξάνει τον βαθμό συναισθηματικής εμπλοκής στις τραγικές πράξεις.
Η ζωντανή μουσική υπόκρουση με τις slow rock νότες της ηλεκτρικής κιθάρας του Φώτη Σιώτα επί σκηνής είναι από τα πιο δυνατά στοιχεία του έργου, διότι κλιμακώνει μονολόγους και διαλόγους και «απογειώνει» τον χορό. Η επιλογή όμως να παίζουν με πλάτη στο κοινό κατά διαστήματα οι πρωταγωνιστές και ο χορός, είτε όρθιοι είτε στα ξύλινα καθίσματα, περιόρισε τη δυναμική της παράστασης, αφού στέρησε από τους θεατές εικόνες ερμηνείας και κίνησης. Τα κοστούμια σύγχρονα, αλλά ορισμένες επιλογές π.χ. του Λύκου (Αινεία Τσαμάτη), άγγιζαν την υπερβολή.
Ο σκηνοθέτης δείχνει ότι βασίζει το έργο σε δύο σκηνές-κλειδιά για την ανάδειξη του νοήματος που θέλει και τις παρουσιάζει με αρτιότητα. Η πρώτη είναι η επιστροφή του -θεωρούμενου νεκρού- Ηρακλή, την οποία έχει προετοιμάσει εξαιρετικά ο χορός με τη διήγηση των άθλων του και η δεύτερη η εισβολή της Λύσσας (Άννα Καλαϊτζίδου) και της Ίριδας (Ηρώ Μπέζου), που αλλάζει όλη την πλοκή του έργου. Από τον κολοφώνα της δόξας στην ψυχολογική καταρράκωση. Οι απεσταλμένες της Ήρας -με θέρμη η μία, αναγκαστικά η άλλη- μας θυμίζουν με έντονες ερμηνείες ότι ο Ηρακλής πρέπει να βιώσει την οργή της θεάς, «γιατί αν δεν πληρώσει, οι θνητοί θα είναι πάνω από τους θεούς».
Κριτική των πρωταγωνιστών
Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης ως Ηρακλής μάς χαρίζει μια ερμηνεία που αποτυπώνει όλες τις πτυχές του ημίθεου της ελληνικής μυθολογίας από το ζενίθ του άθλου του Κέρβερου, τη θριαμβευτική επιστροφή και την παραδειγματική τιμωρία του σφετεριστή Λύκου, στο ναδίρ της παιδοκτονίας και της συζυγοκτονίας. Από αγέρωχος ήρωας, ψυχολογικά διαλυμένος άνδρας που επιδιώκει την αυτοτιμωρία του και βρίσκει στήριγμα στον φίλο του, Θησέα. Μακριά από υπερβολές, δίνει τον καλύτερό του εαυτό μετά τη συνειδητοποίηση του φρικτού εγκλήματος και αποδίδει έντονο συναίσθημα στον διάλογο με τον πατέρα του, που ολοκληρώνει την παράσταση. Η δισυπόστατη φύση του Ηρακλή είναι εμφανής και ευδιάκριτη από την αρχή ως το τέλος.
Ο Γιώργος Γάλλος ως Αμφιτρύωνας είναι ίσως η καλύτερη ερμηνεία της παράστασης. Παρότι φυσιογνωμικά δεν μοιάζει πατρική φιγούρα, η κίνησή του ως καταβεβλημένου πατέρα είναι υποδειγματική. Καταφέρνει να ανταποκρίνεται με επάρκεια σε κάθε σκηνή, τόσο την εξιστόρηση της υπόθεσης στην αρχή και τον διάλογο με τη Μεγάρα, όπου εκφράζει τη θέση του αδύναμου ρεαλιστή, όσο και στην απόπειρα σύγκρουσης με τον αλαζόνα Λύκο. Όμως η κορυφαία του στιγμή είναι στο φινάλε με τον Ηρακλή και τον Θησέα, όταν του ανατίθεται το βαρύ χρέος να θάψει νύφη και εγγόνια. «Και εμένα ποιος θα με θάψει;» μονολογεί σπαρακτικά βουρκωμένος, καθηλώνοντας τους θεατές. Μην ξεχνάμε πως ο Αμφιτρύωνας είναι ο ήρωας που παίζει περισσότερο από όλους στο έργο και ίσως είναι παραγκωνισμένος.
Η Στεφανία Γουλιώτη ως Μεγάρα ερμηνεύει με γοητευτική χροιά στη φωνή και καθαρή έκφραση μια μάνα και γυναίκα ημίθεου, που ξέρει ότι πλησιάζει ο θάνατος. Με υποδειγματικές παύσεις ανά στίχο απαντά πειστικά στον Αμφιτρύωνα για το δίλημμα ένδοξος θάνατος ή ατιμασμένη επιβίωση για αυτήν και τα παιδιά της, προτάσσοντας τη γενναιοφροσύνη. Είναι εξαιρετική στην απρόσμενη συνάντηση με τον Ηρακλή, αλλά η πιο συγκινητική της στιγμή είναι το μοιρολόι στα παιδιά της μέσα στο ημιφωτισμένο κουτί.
Ο Αινείας Τσαμάτης ως Λύκος ερμηνεύει τον «τέλειο κακό». Εξαρχής είρωνας και αλαζόνας στα όρια της ύβρεως, αποδομεί με έξοχη επιχειρηματολογία την αξία των πολεμικών κατορθωμάτων του Ηρακλή και προετοιμάζει το κοινό να χαρεί με τη δολοφονία του. Η ένδυσή του δε μου άρεσε, μου θύμισε το στιλ του frontman των Prodigy.
Η Ηρώ Μπέζου ως Ίριδα κερδίζει τις εντυπώσεις με την ερμηνεία της, διότι και η έκφραση και η κίνηση είναι αρτιότατες. Υποβοηθούμενη από ηχητικά εφέ, επωμίζεται με επιτυχία την ανάδειξη του κυρίαρχου σκηνοθετικού νοήματος. Δεν μπορούν οι θνητοί να είναι πάνω από τους ανθρώπους, είναι η αιτιολόγηση του κακού που διατάζει τη Λύσσα να κάνει.
Η Άννα Καλαϊτζίδου ως Λύσσα είναι αυτή που προσπαθεί να απαλλαγεί από την αποστολή της και αυτή που περιγράφει τις συμφορές που θα βρουν τον Ηρακλή. Αναμειγνύει συμπόνοια, θαυμασμό και φθόνο ταυτόχρονα, σε μια πολυδιάστατη ερμηνεία.
Ο Νίκος Μήλιας ως Θησέας με τη γαλήνια φυσιογνωμία «μαλακώνει» την ατμόσφαιρα με τη συμπόνοιά του στο δράμα του Ηρακλή τον πείθει να τον ακολουθήσει στην Αθήνα. Αν λάβουμε υπόψη ως επικρατέστερη ερμηνεία πως ο ρόλος του Θησέα συμβολίζει την αθηναϊκή δημοκρατία που «αγκαλιάζει» και προστατεύει κάθε φίλο και σύμμαχο, η ερμηνεία του είναι αυτή ακριβώς που χρειαζόταν το συμπάσχον κοινό στο φινάλε της παράστασης, για να καταλαγιάσουν τα έντονα συναισθήματα από τις τραγικές πράξεις.
Τα μέλη του χορού (Γιάννης Κλίνης, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αντώνης Αντωνόπουλος), ντυμένα με κοστούμια, είχαν σκαμπανεβάσματα παρότι έπαιζαν με ικανοποιητικό συντονισμό. Ορισμένες άγαρμπες χορευτικές κινήσεις μού φάνηκαν λίγο αταίριαστες, ίσως και περιττές. Η κίνησή τους δε με ενθουσίασε. Η επιλογή να παίζουν με πλάτη, δεν βοήθησε στο να ξεδιπλώσουν τις ικανότητές τους.
Όμως, στο α’ στάσιμο χάρισαν στο κοινό ένα απίστευτα εντυπωσιακό προανάκρουσμα της έλευσης του Ηρακλή από τον Άδη, με μια παραστατική αφήγηση των άθλων του, συνοδευόμενη από ανάλογη μουσική υπόκρουση. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη τη στιγμή ο ήχος ενός πολεμικού αεροσκάφους που περνούσε εκείνη τη στιγμή, έκανε ακόμα πιο εντυπωσιακή τη σκηνή.