Ηλ. Σταθάς: “Ζούμε στον πολιτισμό του «εξολοθρευτή»”
– Ο δικηγόρος Ηλίας Σταθάς αναλύει στην «Πρωινή» το φαινόμενο της βίας στον αθλητισμό
– Οι οπαδοί, οι killers και οι κρατικές ευθύνες
Tου Παναγιώτη Φωτεινόπουλου
Η μακάβρια λίστα με τα θύματα οπαδικής βίας στην Ελλάδα διαρκώς μεγαλώνει, ενώ φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια είναι σε έξαρση το φαινόμενο των σκληρών και αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ οπαδών ομάδων, με τη συνδρομή οπαδών και από το εξωτερικό, κυρίως από τα Βαλκάνια.
Οι ερμηνείες και οι αναλύσεις που διατυπώνονται, είναι πολλές και συχνά με διαφορετική οπτική γωνία. Η «Πρωινή» ζήτησε τη γνώμη του δικηγόρου Πύργου, Ηλία Σταθά, ο οποίος παρακολουθεί ενεργά τα αθλητικά δρώμενα της χώρας και έχει γνώση του φαινομένου, ενώ στο παρελθόν έχει χειριστεί σχετικές υποθέσεις.
Αρχικά μας υπενθύμισε ότι αμέσως μετά την απρόκλητη, αδικαιολόγητη και ωμή δολοφονία του Άλκη Καμπανού η ελληνική κυβέρνηση, ένα μήνα μετά το συμβάν, τον Μάρτιο του 2022 θέσπισε τον Νόμο 4908/2022 με τον οποίο τροποποιούσε και συμπλήρωνε τον βασικό αθλητικό Νόμο 2725/99 με διατάξεις για τις λέσχες φιλάθλων και την ποινική αντιμετώπισή τους.
«Για να μην κουράζω με νομικές λεπτομέρειες, με τις νέες διατάξεις, εκτός του ότι πλέον για ποινές αδικημάτων στα πλαίσια αθλητικής εκδήλωσης δεν υπάρχει δυνατότητα αναστολής ή μετατροπής της ποινής -δηλαδή ο δράστης στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δύναται να φυλακιστεί ακόμα και για πλημμεληματικές πράξεις- οι υπεύθυνοι λειτουργίας λεσχών, τα μέλη αλλά και οι ΠΑΕ των οποίων οι οπαδοί διατηρούν λέσχες, έχουν ένα αυστηρότατο πλαίσιο λειτουργίας με ιδιαίτερα μεγάλη ευθύνη και απειλή εξοντωτικών κυρώσεων και προστίμων», εξηγεί και στη συνέχεια επιρρίπτει σαφείς ευθύνες στο κράτος για την κροατική «επιδρομή» στην Αθήνα.
«Το αν χθες οι Κροάτες οπαδοί κατάφεραν ανενόχλητοι να διασχίσουν την μισή Ελλάδα και να φτάσουν στο γήπεδο της ΑΕΚ για να σκοτώσουν, αποτελεί αποκλειστική και μόνο ευθύνη των αστυνομικών αρχών της χώρας και των προϊσταμένων τους οι οποίοι ενώ γνώριζαν επίσημα και εγγράφως τα πάντα δεν έπραξαν τίποτα για να το αποτρέψουν», σημειώνει.
«Ζούμε στον πολιτισμό του “εξολοθρευτή”»
Στο ερώτημά μας αν ο οργανωμένος οπαδισμός συνιστά πρόβλημα διότι εξελίσσεται σε εστία που «εκτρέφει» τον χουλιγκανισμό, ο κ. Σταθάς επισημαίνει ότι θα αποτελούσε θεμελιώδες ατόπημα να δούμε το φαινόμενο της οπαδικής βίας στην Ελλάδα και διεθνώς, ξεχωριστά, ασύνδετα και αποστασιοποιημένα από τις ανησυχητικές παθογένειες του σύγχρονου, λεγόμενου, πολιτισμένου κόσμου.
«Από την μία πλευρά οι κοινωνίες καλούνται σε ευαισθητοποίηση και ενσυναίσθηση σε μια σειρά κοινωνικών θεμάτων, από την άλλη πλευρά όσο ποτέ προβάλλεται ως πρότυπο επιτυχίας, αυτό που έχει επικρατήσει ως killer, στην πολιτική, στον αθλητισμό, στην επιχειρηματικότητα και σε κάθε έκφανση ανταγωνισμού σε κοινωνίες όπου “ο πρώτος είναι πρώτος, ο δεύτερος, τίποτα”… Στον “πολιτισμό του εξολοθρευτή” λοιπόν, που δεν απέχει πολύ από τους νόμους της Νυρεμβέργης, κάποτε και καλύπτεται πίσω από ευχολόγια και μεγαλοστομίες για κοινωνίες ίσων ευκαιριών και απόλυτου σεβασμού στον άνθρωπο, υπάρχει μοιραία συνεχώς εντεινόμενη και ωμά ειδεχθής άσκηση βίας. Καθημερινοί μάρτυρες βίας που φτάνει έως το θάνατο για όλο και περισσότερο ήσσονος σημασίας αφορμές που αποσβολωμένοι παρακολουθούμε και αναρωτιόμαστε για ψυχική ισορροπία των κοινωνιών πλέον», τονίζει.
«Ο αφορισμός δεν είναι προσέγγιση ουσιαστική»
Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι ο εύκολος αφορισμός και η ταύτιση των οπαδών με την αλητεία και τις δολοφονίες δεν είναι προσέγγιση ουσιαστική.
«Ένας νέος άνθρωπος γίνεται οργανωμένος οπαδός ορμώμενος από την αγάπη του για την ομάδα του την εποχή της εφηβείας του. Όταν όλα μέσα του είναι έντονα -και μαζί με αυτά και η αμφισβήτηση- και επιθυμεί να νιώσει μέλος ενός ευρύτερου κύκλου ανθρώπων με το ίδιο, αρχικά, αθλητικό “πιστεύω”. Ένα λοιπόν κοινωνικό υποσύνολο είναι και αυτό με τα θετικά του στοιχεία αλλά και τις παθογένειές του. Και αυτό το υποσύνολο ακολουθεί ή μοιραία επηρεάζεται από το ευρύτερο όλον, δηλαδή το κοινωνικό σύνολο. Δεν είναι όλοι οι οπαδοί βίαιοι, δεν είναι οι λέσχες φιλάθλων εκκολαπτήρια εγκληματιών, δεν κάνουν μόνο επεισόδια βίαια οι οπαδοί. Κάνουν εράνους, κάνουν κοινωνικές παρεμβάσεις ουσίας, κάνουν τράπεζες αίματος, στηρίζουν οικογένειες νέων ανθρώπων που έχουν πέσει θύματα σοβαρών τροχαίων ατυχημάτων και υπήρξαν πριν από αυτό συνοδοιπόροι τους στην κερκίδα και πάρα πολλά άλλα πράγματα τα οποία δυστυχώς επισκιάζονται από τα περιστατικά βίας που όλο και συχνότερα βαίνουν θανατηφόρα», εξηγεί.
Ταυτόχρονα όμως δεν τρέφει αυταπάτες για το πώς εξελίσσεται ενίοτε μερίδα του οπαδικού κινήματος και πώς φτάνει σε ακραίες ενέργειες. «Μέσα στις τάξεις των οπαδών, όπως και στις κοινωνίες, δημιουργούνται υποομάδες που θαυμάζουν τον killer, τον τύπο ανθρώπου που έχει την δύναμη, την άγνοια κινδύνου, την κάκιστα εννοούμενη μαγκιά και το θράσος, στο όνομα ΔΗΘΕΝ της ομάδας να κάνει κακό σε αντιπάλους οπαδούς. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με το ότι αυτά τα άτομα συνήθως προέρχονται από περιβάλλον ανέχειας οικογενειακής και οικονομικής σε κοινωνίες όπου οι οικονομικοί δολοφόνοι είναι αξιοθαύμαστοι, θρέφουν το μίσος τους, ένα μίσος γενικό, άκριτο και πρωτόγονο. Έτσι γίνονται ένας εύκολα επεξεργάσιμος πηλός για εκείνους που εντός των ομάδων βρίσκουν ευκαιρίες δημιουργίας νέων ταγμάτων εφόδων. Αυτό συμβαίνει στις ομάδες με εκπεφρασμένες οργανώσεις νοσταλγών των Ναζί, όπως και με την περίπτωση της Δυναμό Ζάγκρεμπ. Από κει και πέρα όμως, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχουν τη δυνατότητα οι αρχές και οι μηχανισμοί τους να προβλέψουν, να αποτρέψουν και να καταργήσουν και εν τη γενέσει τους ακόμα τέτοια φαινόμενα», τονίζει στην «Πρωινή» και καταλήγει λέγοντας ότι το ευρύτερο νεανικό οπαδικό κίνημα είναι απέναντι σε κάθε τέτοιο φαινόμενο, όπως προκύπτει από τα ειλικρινά και έμπρακτα μηνύματα συμπαράστασης των επίσημων συνδέσμων ομάδων.