Να διαφυλάσσουμε ως «κόρη οφθαλμού» τις Πανελλαδικές Εξετάσεις!
Του Νίκου Τσούλια
Αποτελεί γενική βεβαιότητα ότι οι Πανελλαδικές εξετάσεις αποτελούν έναν σημαντικό θεσμό στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας αλλά και στην ελληνική κοινωνία γενικότερα. Συνδέονται με την πρώτη μεγάλη απόφαση των νέων, με την απαρχή των σπουδών τους και των επαγγελματικών τους εξελίξεων. Αποτελούν τον καθρέφτη και το επίπεδο των εκπαιδευτικών προσόντων των μαθητών για τη Γενική Παιδεία τους σε μια δοκιμασία που έχει υψηλές απαιτήσεις.
Διαχρονικά ήταν μέχρι τη θεσμοθέτηση των ποικίλων διαγωνισμών του Α.Σ.Ε.Π. ο μοναδικός θεσμός που διασφάλιζε την αντικειμενικότητα και την αδιαβλητότητα μιας αξιολόγησης ακόμα και στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας. Και αυτή η εκτός κάθε μορφής παρέμβασης – κομματικής, προσωπικής ή παραγοντίστικης – αντικειμενική αξιολόγηση δεν αφορούσε μόνο τις λειτουργίες του δημόσιου τομέα αλλά και εκείνες του αντίστοιχου ιδιωτικού. Μπορεί να αποτελούσαν και να αποτελούν μια πηγή άγχους για τους υποψήφιους φοιτητές, αλλά κατ’ ουσία ήταν και είναι οι «πόρτες εισόδου» των μαθητών στα σχέδιά τους και στα όνειρά τους. Προφανώς το πρώτο μερίδιο αυτής της ακτινοβολίας των Πανελλαδικών το έχουν οι εκπαιδευτικοί που επιτελούν δεκαετίες τώρα με επιτυχία την υλοποίησή τους.
Όλο αυτό το εκπαιδευτικό και κοινωνικό βαρύ φορτίο των Πανελλαδικών εξετάσεων καταδεικνύει τη μεγάλη ευθύνη που έχουν όλοι όσοι εμπλέκονται με την κατ’ έτος διεξαγωγή τους. Επί δύο χρόνια ουσιαστικά οι μαθητές του λυκείου σ’ όλη τη χώρα δίνουν μια σημαντική μάχη για να ανοίξουν τις προοπτικές τους στο πανεπιστήμιο και στο Τ.Ε.Ι. αλλά και στη γνώση, στην επαγγελματική εξέλιξη και στην κοινωνική ανέλιξη. Έτσι, όλοι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να δίνουν μάχη κάθε φορά ώστε να μην παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα, κανένα ψεγάδι. Και προφανώς δεν χρειάζεται να εμφανιστεί κάποιο εμφανές πρόβλημα για να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή. Το αντίθετο, οφείλουμε να είμαστε απόλυτα προσεκτικοί, γιατί τα λάθη και οι παραλείψεις στη διενέργεια αυτών των εξετάσεων δύσκολα διορθώνονται. Θα σταθώ μόνο σε δύο βασικές όψεις των, στην επιτήρηση και στη βαθμολόγηση.
Η επιτήρηση πρέπει να είναι απόλυτα «αυστηρή» και να μην δίνεται ούτε καν η θεωρητική δυνατότητα ότι ένας μαθητής μπορεί να αντιγράψει. Προφανώς η άλλη όψη της αυστηρότητας είναι η διασφάλιση της απόλυτης ησυχίας και ηρεμίας σε κάθε αίθουσα, ώστε οι υποψήφιοι να έχουν ως μοναδική μέριμνά τους το γραπτό και τίποτα άλλο. Οποιαδήποτε διορθωτική παρατήρηση εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής Γενικών Εξετάσεων σημειώνεται στον πίνακα αυτούσια χωρίς καμιά προφορική εξήγηση! Γιατί εδώ μπορούν να αναπτυχθούν παρακμιακές πρακτικές που πλήττουν την αξιοπιστία του θεσμού.
Η βαθμολόγηση κάθε γραπτού από κάθε βαθμολογητή θα πρέπει να έχει στην πρώτη γραμμή της λειτουργίας της ότι μια μικρή απόκλιση από τον «πραγματικό βαθμό» μπορεί να σημαίνει τον αποκλεισμό του υποψήφιου από τη Σχολή και το Τμήμα που φιλοδοξεί να σπουδάσει, από το επάγγελμα που ονειρεύεται να ασκήσει στη ζωή του! Η ευθύνη είναι μέγιστη και απόλυτα προσωπική για κάθε βαθμολογητή.
Έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες εδώ για να μην προκληθούν αδικίες. Έτσι, για παράδειγμα, ο πολύ μικρός επιμερισμός της βαθμολογίας κάθε θέματος ακόμα και στα πιο εξειδικευμένα ερωτήματα που γίνεται στα Βαθμολογικά Κέντρα και σε συνεννόηση με όλα τα Κέντρα στην επικράτεια διασφαλίζει σε σημαντικό βαθμό την αντικειμενικότητα στη βαθμολόγηση, ιδιαίτερα στα μαθήματα των Θετικών Επιστημών. Στα μαθήματα των Θεωρητικών Επιστημών και ιδιαίτερα στη «Νεοελληνική γλώσσα» θα πρέπει οι οδηγίες να είναι αρκετά επιμελημένες, ώστε η όποια υποκειμενικότητα να μην υπερβαίνει εκείνα τα όρια που απαιτεί η απόλυτα σωστή βαθμολόγηση. Προφανώς πρέπει να δεχτούμε ότι οι επιτρεπτές αποκλίσεις έχουν περιεχόμενο, αφού κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο «άλφα βαθμός» είναι ο απόλυτα σωστός!
Η επιλογή των βαθμολογητών πρέπει να γίνεται με απόλυτη διαφάνεια αλλά και με γνώμονα την υπευθυνότητα του εκπαιδευτικού. Θεωρώ ότι αν παρατηρούνται σε έναν εκπαιδευτικό αποκλίσεις στη βαθμολογία – στην περίπτωση που εισέρχεται και τρίτος βαθμολογητής και με κριτήριο τους δύο πλησιέστερους εκ των τριών βαθμών – , θα πρέπει να αποκλείεται από τη διαδικασία. Και επειδή δεν υπάρχει σήμερα θεσμική πρόβλεψη, θα πρέπει να ζητηθεί από την ΟΛΜΕ και από τις ΕΛΜΕ να προχωρήσει το Υπουργείο Παιδείας σε μια τέτοια ρύθμιση. Με αυτό τον τρόπο και επειδή κανένας εκπαιδευτικός δεν θα θέλει να βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση, θεωρώ ότι θα είναι απόλυτα προσεκτικός και προσηλωμένος στη βαθμολόγησή του. Εκτιμώ ότι θα είναι εις βάρος του εκπαιδευτικού επαγγέλματος οποιαδήποτε σκιά παρουσιαστεί στο εν λόγω ζήτημα.
Άλλωστε για να ενισχύσει την ακτινοβολία του το εκπαιδευτικό επάγγελμα χρειάζεται συστηματική προσπάθεια στις δεκάδες χιλιάδες αίθουσες και στα εκατομμύρια των μαθητών και αγώνας χρόνων και χρόνων αλλά για να την απομειώσει αρκούν ακόμα κάποια μεμονωμένα περιστατικά!