Τράπεζες και δανειολήπτες στη δύνη ενός οικονομικού και νομικού ανορθολογισμού
Ειδήμονες χωρίς πνεύμα, αισθησιοκράτες χωρίς καρδιά. Αυτές οι ασημαντότητες φαντάζονται πως έφτασαν σε ένα επίπεδο πολιτισμού που ποτέ πριν δεν επιτεύχθηκε. Μ. Weber |
Του Κώστα Τζαβάρα*
Από τις μελέτες κυρίως δύο μεγάλων σοφών του 20ού αιώνα είμαστε σήμερα σε θέση να κατανοούμε την ορθολογική σχέση που συνδέει την κοινωνική πραγματικότητα με τη λειτουργία των διαφόρων οικονομικών συστημάτων. Πρώτος ο Max Weber ανέλυσε την εξέλιξη του οικονομικού συστήματος που ο ίδιος ονόμασε δυτικό καπιταλισμό και καθόρισε τις προϋποθέσεις που συγκροτούν τον «ιδεότυπό» του(Ιdealtypus), οι οποίες μεταξύ άλλων είναι: α) ο ορθολογικός υπολογισμός της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, β) η απουσία παράλογων περιορισμών για το εμπόριο στην αγορά (ελεύθερη αγορά), γ)η έλλογη τεχνολογία υπολογισμού (μηχανοποίηση) και δ) το έλλογο δίκαιο (βλ. Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού).
Εξάλλου, στην αρχή της δεκαετίας του ’70, ο Γάλλος μαρξιστής ανθρωπολόγος Maurice Godelier κατέληξε με τις μελέτες του στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή στην οικονομία κάθε δραστηριότητα που επιδιώκει το κέρδος αποτελεί μια δραστηριότητα που στηρίζεται στη λογική, δηλαδή μία ορθολογική δραστηριότητα που επιδιώκει να μεγιστοποιεί τα πλεονεκτήματα και να ελαχιστοποιεί τα μειονεκτήματα (Rationalitéetirrationalitéenéconomie).
Υπό το πρίσμα αυτών των προσεγγίσεων, οι συναλλακτικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο πεδίο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, τουλάχιστον τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, πόρρω απέχουν από το να ικανοποιούν τις προϋποθέσεις αυτές. Είναι πλέον εμφανής στη χώρα μας η αντίφαση που υπάρχει μεταξύ της επιχειρηματικής δράσης των τραπεζών και της ορθολογικότητας που πρέπει να διέπει ένα ιδεώδες τραπεζικό σύστημα που λειτουργεί σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, όταν μάλιστα η δράση τους αυτή έχει ήδη εκδηλώσει παθογενή χαρακτηριστικά (έλλειψη ελεύθερου ανταγωνισμού, τραπεζικός αποκλεισμός εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων, προστατευτικό νομοθετικό πλαίσιο στην ποινική δίωξη της τραπεζικής απιστίας και απάτης κλπ).
Εκεί όμως που ο ανορθολογισμός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εκδηλώνεται σε όλο του το μεγαλείο είναι ο τομέας της διαχείρισης των λεγόμενων «κόκκινων δανείων».
Ως γνωστόν, ο τομέας αυτός τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται από μια άνευ προηγουμένου παράλογη και μαζική μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων («κόκκινων»)αντί ασήμαντου τιμήματος (που κυμαίνεται στο 5-10% της αξίας τους)σε Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια & Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ – Ν. 4354/2015), τα γνωστά funds. Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας η συνολική αξία των «κόκκινων δανείων» που έχουν ήδη μεταβιβαστεί στα fundsανέρχεται περίπου στα 87 δις. Ευρώ. Μαζί με τα δάνεια αυτά έχουν περιέλθει στα εν λόγω funds και οι εμπράγματες ασφάλειες επί 700.000 ακινήτων (αξίας 45 δις Ευρώ) που είναι υπέγγυα για την εξόφληση των δανείων αυτών («Καθημερινή», 2.9.2022). Τα ακίνητα αυτά βγαίνουν σε πλειστηριασμό με πρωτοβουλία των fundsπροκειμένου να εισπραχθεί το 100% της αρχικής αξίας των δανείων (πλέον δεδουλευμένων τόκων) και όχι το ποσό της κτήσης τους πλέον ενός ευλόγου ποσοστού κέρδους. Παράλληλα τα fundsσυστήνουν εταιρείες real estate και σχεδιάζουν να υιοθετήσουν τη γνωστή πρακτική της «ανοιχτής πώλησης» – short sale.
Αυτές οι κερδοσκοπικές μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι αναμφίβολα εντελώς πρωτοφανείς και παράλογες. Δεν έχουν καμία σχέση με την ορθολογική εκδοχή τηςοικονομικής δραστηριότητας ενός τραπεζικού συστήματος που λειτουργεί σε καθεστώς ελεύθερης οικονομίας. Πρόκειται για επιχειρηματικές προσπάθειες πρόσκτησης κέρδους με ύποπτη μεθοδολογία που εντάσσονται στο πλαίσιο ενός επιθετικού ληστρικού καπιταλισμού.
Ειδικότερα διότι:
α) Δεν συνιστά προφανώς έλλογη επιχειρηματική πράξη η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης (δηλαδή των «κόκκινων δανείων») με τίμημα που δεν υπερβαίνει το 10% της αξίας τους (δηλαδή με ζημία 90%), όταν μάλιστα οι επιχειρήσεις αυτές είναι τράπεζες εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
β) Ούτε μπορεί να θεωρηθεί έλλογη επιδίωξη κέρδους η απαίτηση των fundsνα εισπράξουν αναγκαστικά από τους δανειολήπτες το 100% της αξίας των δανείων πλέον δεδουλευμένων τόκων και όχι την αξία της κτήσης του δανείου τους πλέον ενός ευλόγου ποσοστού κέρδους.
γ) Είναι εύλογες οι υπόνοιες που πλανώνται σαγια αφανή εταιρική σχέση μεταξύ των funds και των τραπεζών (εκδοχή που ενισχύεται από το γεγονός ότι έχει συγκεντρωθεί το 80% των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μόλις τρία funds από τα συνολικά 23 αδειοδοτημένα: τη «σουηδική» Intrum- 28 δισ.€, την «ιταλική» dovalue – 36 δισ. € – και την Cepal- 30 δισ.€).
δ) Πώς εξηγείται λογικά το παράδοξο γεγονός ότι έχει εκδηλωθεί ομοιόμορφη συμπεριφορά των τραπεζών ως προς το δυσανάλογα χαμηλό ύψος του τιμήματος εκποίησης των δανείων αυτών;
ε) Αλλά και από πλευράς εφαρμοστέου δικαίου στη μεταβίβαση των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων από «κόκκινα» δάνεια διαπιστώνεται ένας νομικός ανορθολογισμός: αντί να εφαρμόζεται ο ειδικός νόμος 4354/2015, που για πρώτη φορά αναγνώρισε και ρύθμισε τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις ΕΔΑΔΠ, εφαρμόζεται ο νόμος 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων, που ψηφίστηκε για να βελτιώσει τη ρευστότητα στις επιχειρήσεις και όχι για να ρυθμίσει τη δευτερογενή αγορά των «κόκκινων» δανείων. Ως γνωστόν ο ειδικός νόμος υπερισχύει του γενικού. Η καταστρατήγηση όμως του ειδικού αυτού νόμου οφείλεται στο γεγονός ότι προβλέπει για τις τράπεζες τη πρόσθετη υποχρέωση της ενημέρωσης του ενδιαφερόμενου δανειολήπτη και την από μέρους του υποβολή πρότασης εξωδικαστικής ρύθμισης του δανείου πριν από τη μεταβίβαση.
στ) Ο έσχατος όμως παραλογισμός προκύπτει από την επιμονή των τραπεζών να αρνούνται στον ενδιαφερόμενο δανειολήπτη το δικαίωμα εξαγοράς του δανείου με τους ίδιους ή έστω με αναλογικά επαχθέστερους όρους από εκείνους με τους οποίους το δάνειο μεταβιβάζεται στα funds, επικαλούμενες προσχηματικά και παράλογα το επιχείρημα του «ηθικού κινδύνου» (moral hazard). Παραγνωρίζουν προφανώς το μερίδιο της δικής τους ευθύνης στη δημιουργία του προβλήματος εξαιτίας της αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης των προηγούμενων δεκαετιών.
Αλλά και η αρπακτικότητα και η απανθρωπιά που επιδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις από τα fundsέχουν δικαιολογημένα προκαλέσει τη λαϊκή αγανάκτηση γιατί καταρρακώνουν κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας, προσβάλλουν κάθε ηθικό και κοινωνικό σκοπό που νομιμοποιεί τη λειτουργία του εγχωρίου πιστωτικού συστήματος και παραβιάζουν καθιερωμένες δικαιϊκές αρχές που διέπουν το πεδίο των συναλλαγών, όπως την αρχή της καλής πίστης, την αρχή της εύνοιας προς τον οφειλέτη, της διαφάνειας, της ευθύτητας και της εντιμότητας, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.
Απέναντι σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση επιβάλλεται κατεπειγόντως η άμεση εξέγερση της Λογικής που στον δυτικό κόσμο εκπροσωπείται από το Κράτος. Το Κράτος οφείλει μια συνολική και σε βάθος μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος. Αρκεί να την εμπιστευθεί όχι σε ανίδεους τεχνοκράτες αλλά σε έμπειρους και ικανούς γνώστες της ιδεατής διάστασης της πραγματικότητας που έχουν επίγνωση ότι «οποιαδήποτε μορφή παραγωγικής διαδικασίας περιλαμβάνει απαραίτητα ιδέες και οι ιδέες αυτές αξιοποιούνται και λειτουργούν ως υλικές δυνάμεις» (Μ. Godelier, TheMentalandtheMaterial).
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη ΕΦΣΥΝ του Σαββατοκύριακου