Τo χρονογράφημα: Το φώς των Φώτων…
Πάντα με συγκινούσαν τα κάλαντα των Φώτων. Γι’ αρχή,βρίσκω θαυμάσια την επιμονή των παιδιών που και αυτήν την μέρα περιδιαβαίνουν τους δρόμους και τις γειτονιές, γεμίζοντας με τραγούδι και χάρη τα σπίτια μας. Γενικώς τα κάλαντα είναι μεγάλη υπόθεση και η σημασία τους είναι μάλλον μεγαλύτερη απ’ αυτήν που ασυναίσθητα τους αποδίδεται. Γιατί αφού τα παιδιά είναι ευλογία, την θέλω αυτήν την ευλογία στο σπίτι, όσο το δυνατόν περισσότερο. Σήμερα μάλιστα τους περιμένω με κεράσματα και φυσικά με το δώρο, που θα πάρουν για τον κόπο τους.
Αλλά η μέρα μόλις ξεκίνησε. Και είναι μία θαυμάσια μέρα, παρά το κρύο, και παρά τα στραβά κι ανάποδα που συμβαίνουν και σήμερα στον κόσμο. Με το συμπάθειο δηλαδή, αλλάδεν θα ασχοληθώ, ούτε με τον Τραμπ και την κλιμάκωση στις σχέσεις Η.Π.Α. – Ιράν, ούτε με την πύρινη λαίλαπα που σαρώνει εδώ και μέρες την Αυστραλία, ούτε καν ακόμη με τις δικές μας, μικρές και μεγάλες λαίλαπες που εξελίσσονται, χωρίς οι περισσότεροι να ενδιαφέρονται ή ακόμη ακόμη να τις αντιλαμβάνονται.
Τι πειράζει άλλο ένα ρεπό; Έτσι, ίσα ίσα ν’ακούσω τα κάλαντα, να παρακολουθήσω τους βουτηχτάδες κι ύστερα να στρώσω τραπέζι. Όχι μόνο γι’ αυτούς που ήρθαν, αλλά και γι’ αυτούς που έφυγαν, και γι’ αυτούς που θα έρθουν. Το τραπεζομάντιλο είναι πάντα το ίδιο, όπως και το κρασί μέσα στην κανάτα. Και οι ευχές είναι οι ίδιες. Και η ζεστασιά που νιώθεις μέσα στην καρδιά είναι η ίδια, καθώς βλέπεις τον δικό σου κόσμο, τα λίγα ή πολλά δικά σου πρόσωπα να περνούν μέσα από το σαλόνι, δίνοντας ψυχή σε άψυχα πράγματα, δίνοντας ζωή σε γερασμένα σώματα και ταλαιπωρημένα πνεύματα.
Ναι, μου αρέσουν τα Επιφάνεια,παρότι σηματοδοτούν το τέλος των Χριστουγέννων,των γιορτών και της σωτήριας απόδρασης από την καθημερινότητα. Αλλά μήπως έτσι δεν ήταν πάντα; Τι αξία θα είχε ένα γεγονός, ένα έθιμο ή μία παράδοση, αν δεν κρατούσε την μοναδικότητα της περίστασης και κατά συνέπεια ενός αναπόσπαστου στοιχείου του χαρακτήρα της; Μια φορά τον χρόνοβουτάνε τα παιδιά να πιάσουν τον σταυρό μέσα από τα παγωμένα νερά,μια φορά τον χρόνο ψέλνουν στο κατώφλι της πόρτας σου, «σήμερα τα Φώτα, και ο φωτισμός».
Τα Φώτα, των Φώτων… Κάθε φορά η σκέψη με οδηγεί στους ίδιους συνειρμούς. «Ματαιοπονείς», φωνάζει αργόσυρτα μια φωνή, κρυμμένη στο τρομερό βασίλειο της συνείδησης. «Δεν οδηγούν πουθενά οι ευχές και τα ευχολόγια. Δεν πιάνουν τόπο οι προσευχές και τα μακάρι σου». Όμως εγώ, δεν κουράζομαι να ελπίζω γιατί η αλήθεια είναι πως μερικές φορές, δεν υπάρχει και κάτι άλλο να κάνω, παρά να ελπίζω σε ένα θαύμα, ή ακόμη χειρότερα, σε πολλά θαύματα. Ξέρω ότι δεν γίνονται θαύματα πια, όπως ξέρω ότι η λογική και το φιλότιμο έχουν από καιρό εγκαταλείψει τούτο τον τόπο.
Πάρα ταύτα, εξακολουθώ πεισματικά να ελπίζω, έστω και μάταια. Ελπίζω ας πούμε, ότι κάποτε θα ξημερώσει μια μέρα όπου μαζί με το φως της, θα φέρει και φώτιση στο νου όσων είναι επιμερισμένοι με ευθύνες και υποχρεώσεις που οικειοθελώς ανέλαβαν, και φυσικά με το αζημίωτο. Ελπίζω ότι θα σκεφτούν και τελικά θα ενδιαφερθούν για το σωστό. Ας μη μιλήσουν μια φορά στα μικρόφωνα, για το ξεχωριστό νόημα της ημέρας. Ας ψάξουν καλύτερα γι’ αυτό μέσα τους. Ίσως έτσι δουν και αυτοί το φως.