Τo χρονογράφημα: Πρόσφυγας ή μετανάστης;
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”100618″ img_size=”full”][vc_column_text]«Δεν μας αρέσει να μας αποκαλούν “πρόσφυγες”. Εμείς μεταξύ μας αποκαλούμαστε “νεοφερμένοι” ή “μετανάστες”. Πρόσφυγας ήταν το άτομο που αναγκαζότανε να αναζητήσει άσυλο εξαιτίας κάποιας πράξης που διέπραξε ή εξαιτίας κάποιας πολιτικής άποψης που είχε. Λοιπόν, είναι αλήθεια ότι αναζητούμε άσυλο, αλλά δεν έχουμε διαπράξει καμία πράξη και οι περισσότεροι από εμάς ποτέ δεν ονειρεύτηκαν να έχουν κάποια ριζοσπαστική άποψη. Με εμάς το νόημα του όρου “πρόσφυγας” έχει αλλάξει. Τώρα “πρόσφυγες” είναι εκείνοι από εμάς που ήταν τόσο άτυχοι ώστε να φτάσουν σε μια καινούργια χώρα δίχως καθόλου οικονομικούς πόρους και πρέπει να βοηθηθούν από Επιτροπές Προσφύγων…» (Hannah Arendt).
Οι λέξεις, πόσο μάλλον οι όροι, δεν είναι ποτέ αθώες. Επενδύονται με νόημα ανάλογα με το εκάστοτε πλαίσιο χρήσης. Γι’ αυτό και αλλάζουν περιεχόμενο. Ιδιαίτερα στο πλαίσιο του πολιτικού τους βίου. Πρόσφυγες ή μετανάστες; Εχει τόση σημασία; Ναι, όταν πρόκειται για διαχείριση «γυμνής ζωής». Ναι, όταν πρόκειται για τα νομικά τερτίπια των εξουσιών προκειμένου να προστατευτεί η κοινωνία από τους επικίνδυνους «άλλους» που περνούν τα σύνορα και τέμνουν τα όρια. Πρόσφυγες ή μετανάστες; Έχει τόση σημασία; Όχι, όταν πρόκειται για ανθρώπινες ζωές, όταν πρόκειται για ξεριζωμένες παρά τη θέλησή τους υπάρξεις.
Όχι, όταν υπερβούμε τις όποιες νομικοπολιτικές προσεγγίσεις και ατενίσουμε το ζήτημα ανθρωπιστικά και επί της ουσίας πολιτικά. Είναι αλήθεια πως αν η μετανάστευση αντιμετωπίζεται στα δημόσια πράγματα ως μια έκρυθμη κατάσταση, ως «ανωμαλία», και όχι ως ένα κοινωνικό φαινόμενο σχεδόν σύμφυτο της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας, ο μετανάστης σπάνια παρουσιάζεται ως πρόσωπο, ως ένας άνθρωπος που για λόγους πέρα από τη θέλησή του συνήθως εγκαταλείπει την πατρίδα του και βιώνει την ξενιτιά του με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο, που προσδιορίζεται από μια σειρά παραγόντων τόσο αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών. Η παλιά γνωστή φράση Ευρωπαίου πολιτικού «θέλαμε εργατικά χέρια και μας προέκυψαν άνθρωποι» αποδίδει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη στάση των «χωρών υποδοχής».
Στην Ελλάδα, μια χώρα που υπήρξε χώρα αποστολής μεταναστών για πολλές δεκαετίες, από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και έπειτα έχουμε μια νέα πραγματικότητα. Τους «οικονομικούς μετανάστες» από τα Βαλκάνια και τις πρώην χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αντικατέστησαν την τελευταία δεκαετία «πρόσφυγες» ή «μετανάστες» από χώρες της Εγγύς και της Απω Ανατολής αλλά και της Αφρικής. Τούτοι οι δεύτεροι εκτός του οικονομικού και κοινωνικού ζητήματος θέτουν και το πολιτισμικο-θρησκευτικό. Ενώ πριν είχαμε κατά βάση χριστιανούς και μάλιστα ορθόδοξους, τώρα έχουμε να κάνουμε με μουσουλμάνους. Ο «άλλος» πια είναι διπλά «άλλος» και πιο επικίνδυνος. Τώρα πια δεν «κινδυνεύει» απλώς η εθνική μας ομοιογένεια και συνοχή αλλά και η θρησκευτική μας ταυτότητα, η πίστη μας, που έτσι κι αλλιώς είναι η πιο δυνατή συγκολλητική ουσία του έθνους.
Όπως και να τους ονομάσουμε, λοιπόν, όπως και να τους ορίσουμε, «μετανάστες» ή «πρόσφυγες», η ουσία είναι μία. Πρόκειται για ξεριζωμένες υπάρξεις, γυμνές ζωές, που όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Μητροπολίτης Γερμανός – ξορκίζοντας την μικροψυχια – αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν εδώ από ανάγκη, στη χώρα τους ήταν δάσκαλοι, είχαν δουλείες…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]