Το χρονογράφημα: Όταν τα χωράφια χρυσάφιζαν
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”138161″ img_size=”full”][vc_column_text]
Του Νίκου Τσούλια
[/vc_column_text][vc_column_text]Ιούνιος, μήνας θεριστής για δεκαετίες, για αιώνες και αιώνες. Σκληρή δουλειά μέσα στο λιοπύρι μα και χαρά για τους κόπους μιας χρονιάς, ευχές για τα γεννήματα, να σηκώσουν βάρος τα τσουβάλια, να γεμίσουν τα κασόνια και τα αμπάρια, να ελαφρώσει το χρέος των αγροτών στην Τράπεζα, να πουλήσουν το καλό, το “σκληρό” στάρι στους εμπόρους γιατί είχε καλύτερη τιμή, να αγοράσουν κανένα παπούτσι των παιδιών, για τα ρούχα θα έστελνε κανένας συγγενής από την Αθήνα (διπλοφορεμένα και τριπλοφορεμένα δεν τους ένοιαζε καθόλου – άσε που μπορεί να ήταν και στη μόδα)…
Και να κρατήσουν το φτωχικό στάρι, το “νούμερο”, το στάρι τη φτώχειας – τι να το έκαναν το καλύτερο; Μαύρο το ψωμί του, πιτυρούχο αλλά βάσταγε καλύτερα στην πείνα. Να μείνει και για σπορά για την επόμενη χρονιά. Τότε οι σπόροι των φυτών μπορούσαν να φυτρώνουν από σοδειά σε σοδειά για ατέλειωτες χρονιές, δεν είχαν έλθει οι μεταλλαγμένοι σπόροι των πολυεθνικών, που τσάκισαν τους καλλιεργητές σε κάθε γωνιά της Γης.
Και σαν ερχόταν η αλωνιστική μηχανή στις θυμωνιές, πανηγύρι γινόταν. Μαζεύονταν και οι χωρικοί των γειτονικών χωραφιών και κάνανε υπολογισμούς πόσα κιλά θα βγουν, πόσα θα κρατήσουν, πόσα θα τους ξεχρεώσουν. Ο νοικοκύρης πάντα μετρημένος στους υπολογισμούς τους – δεν ήθελε την απογοήτευση – και οι γείτονες πάντα γενναιόδωροι τα έλεγαν παραπανίσια.
Και τα μαντήλια και τα καπέλα δεν έσωζαν από το ηλιοκάψιμο (αλλά δεν τα έβαζαν με τη ζέστη, γιατί αυτή θα ψώμωνε τον καρπό και θα ήθελε όλο και πιο πολλά ζύγια η πλάστιγγα. Ιδρώτας ποτάμι, η παροιμία μεταφερόταν από γενιά σε γενιά “θέρος – τρύγος πόλεμος”, γενικός ξεσηκωμός! Αργότερα εμφανίστηκε η θεριζοαλωνιστική μηχανή και οι θεριστάδες αγνάντευαν και χάζευαν τις δαγκάνες της μηχανής, που τέλειωναν τη σκληρή δουλειά και η παροιμία έμεινε ορφανή…
Μα η χαρά των αγροτών είχε ξεκινήσει πολλές ημέρες νωρίτερα. Χρυσάφιζαν τα σταροχώραφα στην Οινόη παντού, χρυσάφι έβγαζε και η γη να θρέψει ανθρώπους από τους πρώτους πολιτισμούς εκεί κάτω στην Μεσοποταμία μέχρι χθες. Όπου και αν κοίταζες, σε ισώματα και σε πλαγιές, το κίτρινο παντού απλωμένο, με τα πευκοδάση να αγκαλιάζουν τους χρυσαφένιους τόπους. Κυμάτιζαν τα στάχυα με το αεράκι, και το κίτρινο ξεθώριαζε για λίγο μέχρι να ξανασηκώσουν το κεφάλια τους τα στάχυα και το χρώμα να γίνει και πάλι έντονο.
Και αν είχες στο μυαλό σου, το πώς ξεκίνησαν τα στάχυα το φθινόπωρο να ξεπροβάλλουν μέσα από το χώμα των ξεροχώραφων, πως θέριευαν μέσα στο χειμώνα, πως το πράσινο μεταμορφωνόταν σε κίτρινο αναρωτιόσουν με το θαύμα της φύσης, και με τη γενναιοδωρία της να ταΐσει τους ανθρώπους. Το στάρι ήταν η βασική πηγή για να βγούμε από τη φτώχεια. Όποιος είχε στάρια πολλά ήταν νοικοκύρης και άρχοντας.
Και τώρα; Πού είναι τα σταροχώραφα; Χέρσα και έρημα, λόγγωσαν οι άκρες τους, γέμισαν αγκάθια και βάτα, τα πευκοδάση ξαναπήραν ό,τι είχαν χάσει με τις ξεχερσώσεις. Δεν υπάρχει το χρυσαφί χρώμα, το χρυσάφι της γης. Παντού γκρίζα η εικόνα – ένα με το χώμα οι αγριότοποι. Αγοράζουμε και το στάρι πλέον. Δεν συμφέρει τον αγρότη να σπείρει. Το κόστος παραγωγής όλο και πιο μεγάλο. Όχι δεν υπάρχει κέρδος. “Ούτε τα λεφτά σου δεν μπορείς να βγάλεις”.
Ερήμωσαν οι τόποι. Ερημώνουν το βλέμμα σου και η ψυχή σου. Η νοσταλγία δεν σε καταλαγιάζει. Ονειρεύεσαι τους χρυσαφένιους τόπους. Δεν υπάρχουν πια…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]