Το χρονογράφημα: Ο γαλαντόμος υποψήφιος δήμαρχος και ο ροφός
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”86281″ img_size=”full”][vc_column_text]
Τι κακό κι αυτό, ο πεινασμένος πάντα καρβέλια να ονειρεύεται…
Κόντευε να τελειώσει η βάρδια μου στην εφημερίδα όταν χτύπησε το προσωπικό μου τηλέφωνο. Γνώρισα αμέσως στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή φέρελπι υποψήφιου δημάρχου, ο οποίος είχε την ευγενή καλοσύνη να με προσκαλέσει για μια χαλαρή αυτοδιοικητικη κουβέντα, να ανταλλάξουμε απόψεις και εκτιμήσεις τρώγοντας ψαράκι σε γνωστό παραλιακό μαγαζί.
Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς μου -απέφευγα τα τελευταία χρόνια λόγο κρίσης τέτοιου είδους πολυτελή εδέσματα- κλείσαμε το ραντεβού για το επόμενο βράδυ.
Το επόμενο πρωί κατέβηκα κατηφής για πρωϊνό. Είχα δει ψάρια στο όνειρό μου να κολυμπούν στον νεροχύτη του σπιτιού. Δεν είμαι προληπτικός, μα από πάντα άκουγα πως τα ψάρια στο όνειρο είναι λαχτάρα και καλά θα έκανες να προσέχεις τις επόμενες μέρες.
Ένα ψαράκι ζωγραφισμένο στο πιατάκι του καφέ με κοίταζε χαμογελαστό – αν χαμογελούν τα ψάρια. «Μπα σε καλό μου πρωινιάτικα, βαλτοί είναι όλοι;» αναρωτήθηκα και γύρισα το πιατάκι ανάποδα. Όλη την ημέρα στο γραφείο έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται τα ψάρια του ονείρου.
«Φταίει που παράφαγες χθες βράδυ!» έσπευσε να με καθησυχάσει συνάδελφος που παρατήρησε την δυσθυμία μου όταν της εξομολογήθηκα την αιτία. «Μάλλον έτσι θα ’ναι» σκέφθηκα κι εγώ και άφησα τις επόμενες ώρες να κυλήσουν στη ρουτίνα της ημέρας. Το βράδυ πιασμένος και πονοκεφαλιασμένος πήρα τον δρόμο για την παραλιακή ταβέρνα.
Ένας γιγάντιος ροφός προσγειώθηκε δίπλα στο πιάτο με τη σούπα . Με κοιτάζει με μισό μάτι. Ο ροφός. Τον κοιτάζω κι εγώ, «άι στο καλό, τυχαίο θα είναι». Όμως πίσω είχε ο ροφός την ουρά! Διότι έτσι όπως απολάμβανα το ωραίο μοσχοφίλερο και ρουφούσα τη σούπα μου, ένα κόκαλο μου τρύπησε τον λαιμό. Και όσο νερό κι αν ήπια, όσο ψωμί κι αν έφαγα, δεν έλεγε να φύγει! «Το ’δα εγώ το παλιόνειρο με τα βρομόψαρα!» είπα στον οικοδεσπότη μου, ο οποίος μου έλεγε να ηρεμήσω, να χαλαρώσω, και θα ξεσκαλώσει μόνο του το κόκαλο..
Και –λες και κάποιος εκεί ψηλά να μου έκανε πλάκα–το μάτι μου έπεσε στο εντυπωσιακό ενυδρείο που διέθετε το μαγαζί. Μπροστά μου ένα γιγάντιο ψάρι με ανθρωπίσια μάτια. Ήταν μόνο του σε ένα μεγάλο υδάτινο κλουβί και μου ανταπέδιδε το βλέμμα στα ίσια. «Άκου να δεις, φιλαράκο», άρχισα να του μιλώ εξομολογητικά, «σε καταλαβαίνω, κι εγώ σε ένα γιγάντιο κλουβί ζω, μη νομίζεις. Πες όμως τι να κάνω να φύγει το ρημάδι το κόκαλο από το λαιμό μου και υπόσχομαι: άλλη κακιά κουβέντα για τα ψαράκια δεν θα πω».
Το ψάρι με κοίταζε ανοιγοκλείνοντας με ρυθμό το στόμα του και αφήνοντας μικρές μπουρμπουλήθρες. Το μιμήθηκα. Μια δυο, λες και χαλάρωσαν όλοι οι μύες μου, το κόκαλο γλίστρησε ευεργετικά στον οισοφάγο μου και εκείνος ξελευθερώθηκε.
Ορκίστηκα πως, από τότε, ψάρι δεν θα ξαναφάω ποτέ. Ούτε θα ξαναδεχθώ ανάλογες προσκλήσεις από γαλαντόμους υποψήφιους. Στους πονηρούς καιρούς που ζούμε καλό είναι να φυλάγεσαι. Πολύ μάλλον όταν έχεις ξεμάθει- αν έμαθες ποτέ – να τρως μεγάλα ψάρια. Άλλωστε είναι γνωστό πως τα ψάρια πολυτελείας απαιτούν και διευρυμένους οισοφάγους…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]