Το χρονογράφημα: Έχει πανσέληνο απόψε κι είναι ωραία
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”115224″ img_size=”full”][vc_column_text]Δεν ξέρω πότε και πως συνέβησαν όλα αυτά. Δεν έχω εύκολες απαντήσεις. Ποτέ δεν είχα. Μόνο τα ερωτήματα μού έβγαιναν εύκολα. Είναι μία κρυφή ομοιότητά μου αυτή με τον Σωκράτη των πρώτων διαλόγων, που δεν τολμούσα να μοιραστώ με άλλον παρά μόνο με τον εαυτό μου. Κάποιοι είναι πάντα έτοιμοι να δώσουν απαντήσεις για τα πάντα. Δυστυχώς δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Κάποτε ένας αγαπημένος δάσκαλος μού είχε πει: «Δεν έχω τίποτα εύκολο να σου δώσω. Μόνο δάκρυα κι ιδρώτα». Δάσκαλε, τότε δεν ήμουν έτοιμος και πήρα αψήφιστα τα λόγια σου. Ίσως ήταν αναγκαίο να συμβεί έτσι. Ίσως σε τούτη τη ζωή, δίχως την ορμή της νιότης τίποτε δεν είναι γραφτό να πάει μπροστά. Αν μπορείς και αφουγκράζεσαι με κάποιον τρόπο αυτά τα λόγια, δυστυχώς πλέον ξέρω καλύτερα.
Έτσι, με μπόλικη νοσταλγία από πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος ξεκίνησε η βραδιά μας. Ένα γλυκό σούρουπο τύλιγε τα πάντα γύρω μας. Επιτέλους καλοκαίρι. Δεν το είπε κανείς κι όμως αυτή η συνείδηση της όψιμης έλευσής του ξεπηδούσε σαν ανάσα ανάμεσά μας. Σαν «αχ» που κρύβει ανακούφιση και καημό μαζί. Ανάμεσα σε βροχές και πανδημίες. Και τι δεν έγινε για να μας καθυστερήσουν το καλοκαίρι μας. Και τι δεν έγινε για να στερηθούμε ο ένας τον άλλον. Κλεισμένοι επί βδομάδες σε τέσσερα ντουβάρια, γεμάτοι φόβους κι αβεβαιότητες. Όσα τηλέφωνα να πάρεις, κι όσες κλήσεις skype να κάνεις, τίποτε δεν συγκρίνεται με την φυσική επαφή. Χώρια που το τηλέφωνο, όπως και οτιδήποτε διαμεσολαβεί, έχει ή οφείλει να έχει ως αυτοσκοπό την εκ του σύνεγγυς επαφή.
Τέλος πάντων, αυτά είναι πια παρελθόν (;). Κι έτσι, καθίσαμε επιτέλους στο καλοκαιρινό τραπέζι, όπου όπως είθισται, ο καθένας φέρνει ότι θέλει και γενικώς έρχεται όπως θέλει. Η γειτονιά δεν έχει ιδιαίτερους κανόνες παρά την καλή προδιάθεση (ούτε καν διάθεση), την συναισθηματική κυρίως αλληλεγγύη και την ειλικρίνεια. Το ευχαριστιόμασταν κάθε λεπτό. Πόσο μας έλειψε το καλοκαίρι. Πόσο μας έλειψε να είμαστε μαζί και να κάνουμε πλάκα, να σχολιάζουμε, να πειράζουμε, να προβοκάρουμε. Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο ό,τι έχουμε, γιατί λίγο έλειψε να το χάσουμε. Μπορούμε να αντέξουμε λογιών λογιών απώλειες αλλά τίποτε σαν αυτό. Τίποτε σαν τα ποτήρια με το κρασί που τσουγκρίζουμε, ευχόμενοι στην υγειά μας. Τίποτε σαν το ψωμί που μοιράζουμε. Τίποτε σαν τα λόγια που ανταλλάζουμε.
Να λοιπόν και κάτι που δεν μας το πήραν ακόμα, αν και λίγο έλειψε. Δεν υπάρχει κάτι άλλο παρά αυτό. Ο χρόνος είναι πολύτιμος, υπερβολικά πολύτιμος για να μένουμε μόνοι. Ειδικά τώρα, ειδικά μετά απ’ όσα περάσαμε και όσα μας περιμένουν, η εξωτερίκευση είναι η μόνη επιλογή. Και είναι όμορφα απόψε. «Κοιτάξτε», μας είπε εκείνη καθώς γέμιζε ξανά τα ποτήρια μας μ’ ένα γλυκόπιοτο, βαθυκόκκινο υπνωτικό. Μας έδειχνε ένα πορτοκαλί φεγγάρι που ανέτειλε αργά στον ορίζοντα. Σαν ψέματα ήταν. «Έχει πανσέληνο απόψε;», ρώτησε η ίδια. «Δεν ξέρω, αλλά είναι ωραία». Κι ήταν όντως ωραία. Τόσο, που καθίσαμε μέχρι αργά, κάτω από τις φιστικιές, με συντροφιά έναν ορεξάτο γκιώνη. Απόψε δεν θέλαμε έννοιες και στεναχώριες. Θέλαμε μόνο να κάνουμε το πιο στοιχειώδες και πιο ανθρώπινο. Αυτό που κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους εδώ και εκατομμύρια χρόνια: Να έρθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]