Το ΣτΕ άνοιξε τον δρόμο για μείωση ασφαλιστικών εισφορών
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”100493″ img_size=”full”][vc_column_text]
Του Διονύση Τεμπονέρα*
Οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1880/2019 & 1888/2019 Ολομ.) έκριναν αντισυνταγματικό τον καθορισμό των εισφορών του ν. 4387/2016 για τους μη μισθωτούς, σε ποσοστό 20% του φορολογητέου εισοδήματός τους.
Χαρακτηριστικά, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας έκρινε κατά πλειοψηφία πως «[…] η υπαγωγή στην ασφάλιση, κατά τις διατάξεις αυτές, μισθωτών και μη μισθωτών, ήτοι κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών (άρθρα 39, 40 και 41 του ν. 4387/2016), αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, από της απόψεως της ενιαίας μεταχειρίσεως προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες.
Πράγματι, κατά το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών, το οποίο επέλεξε ο νομοθέτης για τον νέο φορέα, ασφαλισμένοι οιασδήποτε κατηγορίας από τις υπαγόμενες στον ενιαίο ασφαλιστικό φορέα με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές (για τις οποίες κατέβαλαν εισφορές) και τον ίδιο χρόνο ασφαλίσεως αποκτούν την ίδια ασφαλιστική παροχή (κύρια σύνταξη).
Στη χρηματοδότηση της παροχής αυτής τόσο η ασφαλιζόμενη μισθωτή εργασία όσο και τα ασφαλιζόμενα επαγγέλματα συμβάλλουν με το ίδιο ποσοστό εισφοράς (20%) επί του εισοδήματος που παράγουν. Την παροχή όμως αυτή οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι (αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες) αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της ως άνω εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί ασφαλισμένοι αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους. Συνεπώς, οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι, μη έχοντες εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς ασφαλισμένους και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει, όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών, το ύψος της ασφαλιστικής παροχής».
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, το ΣτΕ προχώρησε σε μια μεταστροφή (;) της νομολογίας, αγνοώντας την ισχυρή μειοψηφία, η οποία υποστήριξε ότι «[…] ναι μεν οι μισθωτοί, αφ’ ενός, και οι μη μισθωτοί, αφ’ ετέρου, συνιστούν δύο διαφορετικές κατηγορίες ασφαλισμένων, που τελούν κατ’ αρχήν υπό διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, η ενιαία, όμως, αντιμετώπισή τους από τον ν. 4387/2016 με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων υπολογισμού εισφορών και παροχών, δεν συνιστά άνιση μεταχείριση εις βάρος της δεύτερης κατηγορίας ασφαλισμένων, αντίθετη στη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι, όπως έχει κριθεί (ΑΕΔ 3-5/2007), και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας, που συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί, με συνέπεια τόσο οι μισθωτοί όσο και οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι να βαρύνονται, στο πλαίσιο των διαφορετικών συνθηκών ασκήσεως του ασφαλιστέου επαγγέλματός τους, με εισφορές αναγόμενες σε ίσο ποσοστό επί των προερχομένων από την άσκηση του ασφαλιστέου επαγγέλματος αποδοχών των και δεν συντρέχει περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως εις βάρος τους, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει το αιτούν».
Σε παλιότερη απόφασή του, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) είχε επιληφθεί επί διαφωνίας μεταξύ του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου, με αφορμή την επιβολή πλαφόν στα εφάπαξ του προσωπικού της πρώην Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Το ΑΕΔ είχε υποστηρίξει τότε ότι «[…] οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας, που συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί».
Το ΣτΕ, στις πρόσφατες αποφάσεις του, αναφέρεται στην ασφαλιστική εισφορά «[…] ως μέσο χρηματοδοτήσεως της κοινωνικής ασφαλίσεως, ως εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και ως εργοδοτική εισφορά που συνιστά δημόσιο βάρος προς αντιμετώπιση της δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση. Ως αναγκαίος δε όρος για την πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη συνιστά ανταποδοτική παροχή για την απόλαυση κοινωνικού δικαιώματος».
Πρόκειται για μια κεκαλυμμένη διαφωνία ανάμεσα στους κόλπους των ανώτατων δικαστών, που προσπάθησαν να ισορροπήσουν και να συγκεράσουν ανόμοιες πραγματικά καταστάσεις, με κίνδυνο όμως να αποχαρακτηρίσουν τις εργοδοτικές εισφορές των μισθωτών, ως τμήμα του μισθού και να ανοίξουν τον δρόμο στην εκάστοτε εκτελεστική εξουσία για τη μείωσή τους.
Η διαφορά είναι λεπτή, αλλά πολύ ουσιαστική: αν οι εργοδοτικές εισφορές είναι δημόσια βάρη που προορίζονται για τις δαπάνες τις κοινωνικής ασφάλισης και μόνο, τότε η εκτελεστική εξουσία που τα επιβάλλει, έχει τον πρώτο και μοναδικό λόγο για τον καθορισμό της εισφοράς με γνώμονα την οικονομική βιωσιμότητα του συστήματος, την αναλογιστική ισορροπία, την επιλογή μείωσης του μισθολογικού κόστους κ.λπ.
Αν, όμως, οι εργοδοτικές εισφορές συνιστούν τμήμα του μισθού των εργαζομένων ως αντιστάθμισμα για την παροχή της εργασίας, τότε η αυθαίρετη μείωσή τους συνιστά και… μείωση μισθών και το ζήτημα αλλάζει δραματικά εις βάρος του κόσμου της μισθωτής εργασίας.
Το ΣτΕ προσπάθησε να «τετραγωνίσει τον κύκλο», συγκρίνοντας πραγματικά ανόμοιες καταστάσεις και αγνοώντας στην απόφασή του ότι ήδη οι εισφορές για τους μη μισθωτούς είχαν μειωθεί στο 13,33% του εισοδήματος από τις αρχές του 2018. Με τον τρόπο αυτό άνοιξε τον δρόμο για την περαιτέρω μείωση της ασφαλιστικής εισφοράς των μη μισθωτών κοντά στα επίπεδα του 6,67% που καταβάλλουν οι μισθωτοί ως εργατική εισφορά! Προκάλεσε όμως παράπλευρες απώλειες.
Η αντίληψη της νομολογίας, που απομακρύνεται από την άποψη ότι η ασφαλιστική εισφορά –ανεξάρτητα από τη νομική φύση της, για την οποία η θεωρία δεν έχει καταλήξει ακόμα– αποτελεί τμήμα του κοινωνικοποιημένου μισθού, όχι με την στενή νομική έννοια, αλλά με την οικονομική, αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντικά προβλήματα για τους εργαζόμενους στο μέλλον (μειώσεις εισφορών και άρα και συντάξεων).
* Δικηγόρος-εργατολόγος[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]