Το σκάνδαλο των υποκλοπών και το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται
Γράφει: ο Χρήστος Φωτόπουλος
Η υπόθεση των υποκλοπών υποσκάπτει πλέον τα θεμέλια και την λειτουργία του Ελληνικού πολιτεύματος, θυμίζοντας στο μέγιστο βαθμό την ελλειμματική Δημοκρατία που ήδη βιώνουμε. Πρωταγωνιστής και υπεύθυνος πολιτικά για τη μοναδική στα χρονικά πολιτική κρίση που έχει ήδη ξεσπάσει είναι ο Ελληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Το μεγάλο ζητούμενο που προκύπτει από την υποκλοπή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του αρχηγού του Κινάλ- Πασόκ Νίκου Ανδρουλάκη είναι ότι δεν είναι δυνατόν καμία προσωρινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κανένας πρωθυπουργός να παραβιάζει βασικά άρθρα του Συντάγματος και θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα Ελλήνων πολιτών.
Η παραδοχή ότι το έργο των υποκλοπών γινόταν από την ΕΥΠ , υπηρεσία που βρίσκεται απευθείας στον πολιτικό έλεγχο και στη διοίκηση του Έλληνα πρωθυπουργού υπό την πρόφαση της νόμιμης διαδικασίας ενεργοποίησης του άρθρου 19 παρ.1 που επιτρέπει την υποκλοπή για λόγους εθνικής ασφαλείας, καθιστά τον πρωθυπουργό ανακόλουθο και καταφανώς ψεύτη , αφού ο ίδιος πλειστάκις έχει ζητήσει από τον κ. Ανδρουλάκη να δηλώσει την έτοιμοτητά του να καταστεί κυβερνητικός εταίρος σε μια κυβέρνηση συνεργασίας που θα μπορούσε να προκύψει στις επερχόμενες εκλογές. Πώς είναι δυνατόν να θεωρείς έναν άλλον αρχηγό κόμματος αξιόπιστο συνομιλητή και κυβερνητικό εταίρο, όταν ταυτόχρονα τον θεωρείς επικίνδυνο για την Εθνική ασφάλεια;
Έχοντας καταλάβει το συνταγματικό ατόπημα στο οποίο έχει περιπέσει και το πολιτικό πρόβλημα που έχει δημιουργήσει στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ,μιλά πλέον απλά για πολιτικό λάθος και αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη ζητώντας τη παραίτηση του κ. Δημητριάδη και κ. Κοντολεόντος οι οποίοι από νομική άποψη είναι απλοί μετακλητοί υπάλληλοι , άρα δεν ενέχουν πολιτική ευθύνη. Ο μόνος που θα μπορούσε να πάρει την πολιτική ευθύνη είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός με την παραίτησή του.
Οι πρωθυπουργικοί χειρισμοί, λοιπόν, φαίνεται πως ακυρώνουν οριστικά οποιοδήποτε σενάριο μελλοντικής συνεργασίας μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Και αυτό διότι αφενός το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αποτελεί παραδοσιακά και ιστορικά έναν πολιτικό χώρο που σέβεται τη δημοκρατία και τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, μία ιστορική παρακαταθήκη που δεν ευθυγραμμίζεται με τις παρούσες κυβερνητικές πρακτικές, αφετέρου διότι ο κ. Μητσοτάκης έχει κατ’ ουσία υποστηρίξει δημόσια τη νομιμότητα των παρακολουθήσεων – με άλλα λόγια έχει υποστηρίξει ότι η άρση του απορρήτου του κ. Ανδρουλάκη δικαιολογείτο, διότι ο ίδιος αποτελούσε εν δυνάμει κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, όπως απαιτεί το αρ. 19 Σ για να επιτρέψει κατ’ εξαίρεση τη σχετική παρακολούθηση. Το πολιτικό ατόπημα και οι αντιφατικές κινήσεις του κ. Μητσοτάκη καθίστανται έτι εντονότερες όταν ο ίδιος εμφανίζεται δημοσίως δηλώνοντας ότι η παρακολούθηση ήταν νόμιμη πλην όμως «πολιτικά μη αποδεκτή», αυτοαναιρούμενος εκ βάθρων.
Ως εκ τούτου, ο Πρωθυπουργός φαίνεται πως τορπίλισε οποιασδήποτε μορφής δυνητική σύμπραξη και συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μετεκλογικά. Το νέο πολιτικό σκηνικό που θα διαμορφωθεί μέσα από αυτήν την πρωθυπουργική ανεπάρκεια και αδυναμία θέτει σε καθοριστική και κρίσιμη θέση τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία που πρέπει να συσπειρώσει τις εκλογικές του δυνάμεις και να αξιοποιήσει και να εξαντλήσει τα θεσμικά εργαλεία που διαθέτει ,ώστε να καταδείξει την πολιτική ανευθυνότητα του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης. Έτσι ο Σύριζα- προοδευτική Συμμαχία γίνεται ο ακρογωνιαίος βασικός πόλος της μελλοντικής προοδευτικής διακυβέρνησης που έχει ανάγκη ο τόπος για την επανεκκίνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και την ανάταξη της κοινωνίας. Ο κ. Μητσοτάκης, σαφώς, μπορεί να μας εκπλήξει, έστω και όψιμα, δηλώνοντας την παραίτησή του και αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που του αναλογούν.