ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ: “Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου…”
Αύγουστος [1936]. Αίγινα, οικία Φλώρου […] «Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονώτερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό.
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄.
16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940,
Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 33
Παρακολουθώ πια τις ειδήσεις και τις εξελίξεις με μία κάποια απάθεια. Γίνονται διαρκώς πράγματα κι όμως είναι σα να μη συμβαίνει τίποτα. Ξαφνικά όλα μοιάζουν τόσο μάταια, τόσο ανούσια, τόσο ανυπέρβλητα. Ξαφνικά κάθε ελπίδα έχει σβήσει. Οι φίλοι μας γύρισαν στα σπίτια τους. Οι παρέες σίγησαν και τα τραπεζάκια έμειναν ορφανά. Αντί να γιορτάζουμε την έλευση του καλοκαιριού, μία θλίψη βουβή απλώνεται στις γειτονιές. Οι χαρούμενες κραυγές των παιδιών είναι ο μόνος λόγος για να περπατάς πια. Αλήθεια, «πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας; Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες».
Τα έχουν πει άλλοι πριν από εμάς, για εμάς. Αλλά και τούτη η διαπίστωση επιτείνει τη δυσθυμία όσων δεν έχουν καταστήσει ακόμη τους εαυτούς τους βολικά αναίσθητους. Το γεγονός ότι οι ποιητές και οι λογοτέχνες τα είπαν αναφερόμενοι στον ίδιο τόπο, στον ίδιο λαό, στις ίδιες καταστάσεις, δημιουργεί μια αίσθηση απελπισίας. Άραγε είναι όλα τόσο μάταια; Ήταν πάντα τόσο μάταια; Αν πρυτανεύσει η ψυχραιμία και η λογική αντί του θυμικού, τότε η απάντηση είναι καταφανώς αρνητική. Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος. Καμία θυσία δεν μένει αδικαίωτη. Καμία απώλεια δεν αποτυγχάνει να στοιχειώσει τις νύχτες των Εφιαλτών. Η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, η αυταπάρνηση, το μεγαλείο της ψυχής, πάντα αφήνει κάτι πίσω και ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι είναι κάτι μεγάλο.
Ωστόσο, η εποχή μας δείχνει, με όσο πιο απλά λόγια γίνεται, μαύρη. Μαύρες συμπληγάδες μάς συνθλίβουν διαρκώς, ενόσω εμείς, σχεδόν με εγκληματική αφέλεια, εξακολουθούμε να αγωνιζόμαστε να φτάσουμε το λευκό περιστέρι. Πολλά μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος, –και πόνους, και βάσανα, και συντριβές… Αλλά με τη μαυρίλα δεν τα βγάζει κανείς εύκολα πέρα, καθώς αισθάνεται ότι δεν έχει κίνητρο να συνεχίσει. Καθώς αρχίζει να πείθεται, με τις δεκαετίες να τον βαραίνουν όλο και περισσότερο, πως ό,τι και να πει, ό,τι και να κάνει, το σκοτάδι στο τέλος θα νικήσει ξανά το φως, σε αυτήν την αέναη διαπάλη.
Έτσι φτάνει να νοσταλγεί. Στην αρχή νοερά και κατόπιν όλο και περισσότερο. Βυθίζεται λίγο λίγο στις σκέψεις του, σε μία ακαταμάχητη νοσταλγία για το παρελθόν. Τελικά φτάνει να πιστεύει πως δεν είναι στην Ελλάδα, ότι δεν είναι στον τόπο του, αλλά σε ένα μυθικό υπαρξιακό βασανιστήριο, όπου το εφιαλτικό συνεχές εναλλάσσεται με σπάνια φωτεινά διαλείμματα. Και τα διαλείμματα γίνονται ακόμη πιο αραιά. Και η νύχτα βαθαίνει. Ο κόσμος αλλάζει, μα προς το χειρότερο. Στη χειρότερη ο κόσμος καθίσταται μέρος του προβλήματος, παράγει ή μεταδίδει μαυρίλα. Στην καλύτερη, ιδιωτεύει, ασχολείται αυστηρά με τις δικές του υποθέσεις, δίχως να ενδιαφέρεται για κανέναν άλλο. Κι εσύ τα βλέπεις όλα αυτά και νοσταλγείς το παρελθόν. «Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό».
Ο εκδότης