ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ: Άρνηση
Ζήτησα τόσο λίγα απ’ τη ζωή, αλλά ακόμα κι αυτά τα λίγα η ζωή μού τα αρνήθηκε. Ένα υπόλειμμα από ένα κομμάτι ήλιου, μια κοντινή εξοχή, λίγη ησυχία και λίγο ψωμί, να μη με βαραίνει πολύ η γνώση ότι υπάρχω, να μην έχω καμιά απαίτηση από τους άλλους ούτε κι αυτοί από μένα… Ακόμα κι αυτό μου το αρνήθηκαν, όπως αυτός που αρνείται να δώσει ελεημοσύνη όχι γιατί του λείπει η καλοσύνη, αλλά γιατί βαριέται να ξεκουμπώσει το παλτό του.
| Βιβλίο της Ανησυχίας, τόμος Α’
| Fernando Pessoa | 13 Ιουνίου 1888 – 30 Νοεμβρίου 1935 |
Αναλογίες υπάρχουν παντού. Τις εντοπίζεις δια γυμνού οφθαλμού αν ταξιδέψεις λίγο στον κόσμο. Πόσο μάλλον αν μείνεις στο εξωτερικό. Αν ζήσεις και εργαστείς, φερειπείν, οπουδήποτε στο θαυμαστό δυτικό κόσμο, αργά ή γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι παρά τις ουσιαστικές διαφορές, τα αδιέξοδα είναι περίπου ίδια. Κι αυτό διότι σε τελική ανάλυση το πρόβλημα είναι δομικό και αφορά φυσικά τη γενικότερη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι αναλογίες δεν είναι μόνο χωρικές αλλά και χρονικές. Αν τύχει, ας πούμε, και πέσει κάποιο βιβλίο του Πεσσόα στα χέρια σου, ο οποίος έζησε όχι μόνο σε μία άλλη χώρα αλλά και σε μία άλλη εποχή, διακρίνεις με χαρακτηριστική ευκολία πως το χτες και το σήμερα, το εδώ και το εκεί, συνδέονται ανήκοντας στον ίδιο φαύλο κύκλο της ύπαρξης της μοντέρνας ζωής.
Η ζωή είναι όμορφη, καμία αντίρρηση, αρκεί να σε αφήνουν να τη ζεις. Αρκεί να σου επιτρέπουν να διεκδικείς και να κρατάς δυο τρία πράγματα για τον εαυτό σου. Το παραπάνω απόσπασμα του σπουδαίου Πορτογάλου ποιητή και συγγραφέα Φερνάντο Πεσσόα, θυμίζει έντονα την «Άρνηση» του Σεφέρη:
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Μια άρνηση στην οποία η δίψα για ζωή ικανοποιείται με γλυφό νερό. Κι έτσι αλλάζουμε ζωές όπως ο Πεσσόα άλλαζε ταυτότητες προκειμένου να επιβιώσουμε ψυχικά, δημιουργικά, ποιητικά, βιώνοντας ξανά και ξανά τη μεγαλύτερη αντίφαση απ’ όλες: αυτή του ίδιου μας του εαυτού που μπορεί να είναι τραπεζίτης και αναρχικός ή όπως ο Σεφέρης, δημόσιος υπάλληλος και ποιητής.
Ανάγκα και οι ποιηταί πείθονται, πέρα από «λέγουσι» ή για την ακρίβεια μαζί με το τελευταίο. Ορισμένες φορές, βέβαια, τα πράγματα δεν εξελίσσονται και τόσο καλά. Ο Πεσσόα διαλύθηκε και τελικά πέθανε από το ποτό, ενώ ο Καρυωτάκης δεν κατάφερε ούτε να πνιγεί, αλλά ούτε και να δαμάσει τα κύματα της άρνησης. Θα περάσει στην ιστορία, πέρα από ένας εξαιρετικός ποιητής, ως εκείνος ο οποίος είχε τη διάθεση ακόμα και να αστειευτεί για την αρχική, αποτυχημένη επιλογή της αυτοχειρίας του, λίγο προτού αποφασίσει ότι το όπλο, αν και ολοσχερώς βαρβαρικό όργανο, ήτο μία κάποια λύσις. Είναι δεδομένο ότι η περιπτωσιολογία του ασυμβίβαστου των ρόλων δε σταματά εδώ. Η ανθολογία είναι μεγάλη, σε αντίθεση με τη γνώση μου αλλά και τον διαθέσιμο χώρο του εντύπου ανά χείρας.
Δε χρειάζονται ωστόσο περαιτέρω φωτεινά παραδείγματα σε σκοτεινά μονοπάτια για να αντιληφθείς ότι το αδιέξοδο του μέσου σκεπτόμενου ανθρώπου (sic), με μία στοιχειώδη κριτική και στοχαστική ικανότητα, είναι κατά τι μεγαλύτερο, είτε το συνειδητοποιεί και το αποδέχεται, είτε όχι. Ολόκληρος Πεσσόα, έθαβε τα alter ego του σ’ ένα τεράστιο μπαούλο, θα καταφέρουμε εμείς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο της ύπαρξης; Ίσως όχι. Σε κάθε περίπτωση όμως η άρνηση την οποία εισπράττουμε με τέτοια εμφατικότητα δεν πρέπει λογικά να οδηγήσει ούτε στην απομόνωση, ούτε στον αλκοολισμό, ούτε πολύ περισσότερο στην αυτοκτονία. Αντίθετα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη για την ανάπτυξη και την ενδυνάμωση των χαρακτήρων μας, για τη θέληση για δύναμη, για τη μεγάλη κατάφαση, το μεγάλο «ναι» στη ζωή, ακόμα κι αν αυτό το «ναι» διατρέχει πάντοτε τον κίνδυνο να διολισθήσει σε έναν ούτως ειπείν σεφερικό κονφορμισμό.