Το (μον)ακριβό μας λάδι
Του Θανάση Πετρόπουλου, Γεωπόνου,
Τομεάρχη Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων ΠΑΣΟΚ Κίνημα- Αλλαγής
Η παρατεταμένη ανομβρία και οι υψηλές θερμοκρασίες που επικράτησαν κατά τη χειμερινή περίοδο των δύο τελευταίων χρόνων στη λεκάνη της Μεσογείου, επηρέασαν αρνητικά την καρποφορία της ελιάς.
Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ και απειλεί την ελαιοκαλλιέργεια
Με αυτές τις συνθήκες, μείωσης της παραγωγής και εκτόξευσης των τιμών πώλησης, ο ελαιοκομικός τομέας εισέρχεται διεθνώς σε κρίση. Ο νόμος της αγοράς είναι αμείλικτος. Η μειωμένη προσφορά εκτοξεύει τις τιμές.
Η Ελλάδα, σε αυτό το ράλι τιμών είναι ένας μικρός παίχτης. Η παραγωγή της σε ελαιόλαδο δεν υπερβαίνει το 10% της παγκόσμιας παραγόμενης ποσότητας. Η Ισπανία είναι η κυρίαρχη χώρα στη διαμόρφωση των τιμών. Παράγει το 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής ελαιόλαδου και είναι ο ισχυρός παράγοντας.
Στη χώρα μας η άνοδος των τιμών δεν έχει νικητή. Υπάρχουν μόνο χαμένοι και οι αριθμοί το αποδεικνύουν.
Για την περίοδο 2022-2023 η παραγωγή ελαιόλαδου σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν σε ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπολογίστηκε σε 345.000 τόνους με μέση τιμή πώλησης παραγωγού τα 5€/κιλό και συνολικό κέρδος 1,725δις€. Για την ελαιοκομική περίοδο 2023-2024 οι εκτιμήσεις παραγωγής όλων των εμπλεκομένων δεν υπερβαίνουν τους 170.000τόνους με μέση τιμή πώλησης παραγωγού 9€/κιλό!!! και συνολικό κέρδος 1,53δις€.
Στην Ελλάδα μεταξύ άλλων υπάρχουν διαρθρωτικά προβλήματα που καθηλώνουν την αγροτική παραγωγή. Η χώρα μας κατέχει ένα αρνητικό ρεκόρ: συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. με το υψηλότερο κόστος αγροτικής παραγωγής. Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι η τιμή αγοράς από τον γεωργό των λιπασμάτων. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια παραμένει ως η τρίτη ακριβότερη χώρα στην Ε.Ε. στην λιανική τιμή πώλησης λιπασμάτων. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στο δελτίο Αύγουστος 2023 «Δείκτες Τιμών Εισροών-Εκροών στη Γεωργία-Κτηνοτροφία» την τελευταία τριετία αυξήθηκε το κόστος παραγωγής των αναλώσιμων μέσων κατά 28%, με τα λιπάσματα να παρουσιάζουν επιπρόσθετη αύξηση τιμών κατά 62,4%, και η ενέργεια και τα λιπαντικά κατά 38,5%.
Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και ο πληθωρισμός της «απληστίας» στην καθημερινότητα της ζωής των Ελληνικών νοικοκυριών που συρρικνώνει το γεωργικό εισόδημα.
Παρά το γεγονός ότι οι τιμές πώλησης παραγωγού συγκλίνουν σε όλες τις Ευρωπαϊκές ελαιοπαραγωγικές χώρες, οι τιμές καταναλωτή παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις, με την Ελλάδα να πουλά στο ράφι σε υπερδιπλάσιες τιμές. Αν λάβουμε υπόψιν μας και τη μικρότερη αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, η αγορά ελαιόλαδου για πολλά νοικοκυριά γίνεται απαγορευτική. Με το άνοιγμα της ψαλίδας τιμής παραγωγού – καταναλωτή ελλοχεύει ο κίνδυνος αλλαγής καταναλωτικής συμπεριφοράς με την επιλογή άλλων ελαίων χαμηλότερης μεν τιμής αλλά υποδεέστερης διατροφικής αξίας.
Σε κάθε περίπτωση, μπροστά στον κίνδυνο εκτόπισης από την αγορά ενός εθνικού προϊόντος, δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια. Χρειαζόμαστε ένα Ελληνικό σχέδιο για την ελαιοκαλλιέργεια. Που θα ενσωματώνει τις ευρωπαϊκές πολιτικές για το κλίμα και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, θα σχεδιάζει , θα παρακολουθεί, θα προστατεύει και θα προωθεί το λάδι.