ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: «Υπάρχει τριγύρω μου ένα ανώνυμο θαύμα»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”150292″ img_size=”full”][vc_column_text]Δευτέρα 28 Οκτωβρίου
Κοιμήθηκα δυο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: “έχουμε πόλεμο”. Τίποτα άλλο. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησαν. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πώς θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι». [Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ’ 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940 (Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ).]
Ο κόσμος είχε αλλάξει. Ήταν οι καλές μέρες, έπνεε αέρας της ανάτασης.
«Σάββατο, 14 Δεκέμβρη
[…] γίνουνται μεγάλα πράγματα γύρω μου. Το γύρισμα του κύκλου έφερε τον ελληνικό λαό σε μια από τις πιο υψηλές στιγμές του. Χτες μου διηγήθηκαν τούτο:
Ρωτούν έναν πατέρα τέσσερων παιδιών, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση και μολαταύτα ντύθηκε, γιατί πήρε τέτοιαν απόφαση: “Ντράπηκα τους συχωριανούς μου” αποκρίθηκε, “για το κρίμα που θα ‘πεφτε πάνω μου, αν τύχαινε κι έμπαιναν οι Ιταλοί στο χωριό”.
Αίσθημα ευθύνης, που είχαμε ξεσυνηθίσει να βλέπουμε στους λαούς. Υπάρχει τριγύρω μου ένα ανώνυμο θαύμα, που κανείς πριν δεν το υποψιαζότανε».
Είχε και σε αυτό δίκιο ο Σεφέρης, αυτός ο ποιητής, διπλωμάτης, αλλά για μένα, αυτός ο ακάματος βιογράφος της ελληνικής εποχής του. Εκείνες τις ιστορικές μέρες του 40’, ο Σεφέρης προχώρησε άμεσα σε μία ακόμη καίρια διάγνωση. Πράγματι εκείνες τις μέρες ο κύκλος είχε γυρίσει και ο ελληνισμός είχε μόλις πατήσει σε μία από τις εκλαμπρότερες κορυφές της ιστορίας του. Ο αείμνηστος Μίκης το είχε επαναλάβει ουκ ολίγες φορές. Εμείς οι Έλληνες, έλεγε, είμαστε περίεργη φάρα. Είμαστε ικανοί για το χειρότερο αλλά και για το καλύτερο. Μπορεί όλα να δείχνουν μιζέρια, σήψη, και παρακμή. Και συ να κλαις τη ρωμιοσύνη –για να εισάγω και έναν άλλο μεγάλο ποιητή μας στη συζήτηση– και ξαφνικά να τη βλέπεις να πετιέται.
Με τη διαφορά ότι και τότε, και τώρα, υπήρχαν και θα υπάρχουν εκείνοι που δε θα σηκωθούν ποτέ από τη λάσπη. Δε θα εγερθούν ποτέ στο ύψος των περιστάσεων. Θα παραμένουν εσαεί πιστοί στο βούρκο τους. Ήταν βέβαια λίγοι σε εκείνες τις μεγάλες στιγμές της ρωμιοσύνης αλλά πάντοτε αρκετοί για να προβληματίζουν και να χαρίζουν χαρακτηριστικά διδακτικά ιστορικά παραδείγματα. Και επιπλέον σήμερα περισσότερο από ποτέ, οι έννοιες «πατρίδα» και «πατριωτισμός» οφείλουν να τυγχάνουν εξαιρετικά φειδωλής μεταχείρισης, εφόσον αποτελούν φθηνή καύσιμη πολιτική ύλη για μία σειρά από υπερπατριώτες δημοσιολόγους των τηλεοπτικών παραθύρων. Άραγε τι σχέση έχουνε δαύτοι με την πατρίδα; Άραγε, τι έπραξαν στο παρελθόν οι ιδεολογικοί αλλά και κατά περιπτώσεις φυσικοί συγγενείς τους;
Ψύχραιμα ρωτάω. Ίσως με την ίδια ψυχραιμία πια, με την οποία ο Σεφέρης έβλεπε έκπληκτος ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι του λαού να αφήνει στην άκρη τις διαφορές του και τα προσωπικά του, και να ρίχνεται με αυτοθυσία στον αγώνα για την ελευθερία. Υπήρχε τριγύρω του ένα ανώνυμο θαύμα. Γιατί τόση έκπληξη; Μα ακριβώς επειδή είχε χαμηλές προσδοκίες από τον λαό, κι όπως σοφά μολογεί, από κάθε λαό, όχι μόνο τον ελληνικό. Και εξίσου σοφά ο Σεφέρης μας προσφέρει μέσα από την ημερολογιακή γραφή του την κινητήριο δύναμη αυτής της αιφνίδιας εξύψωσης, μιας δύναμης γνήσια ελληνικής κατασκευής: το φιλότιμο. Ο πατέρας τεσσάρων παιδιών ντύθηκε να πάει στο μέτωπο, γιατί είχε φιλότιμο, όχι γιατί δεν αγαπούσε τα παιδιά του. Το φιλότιμο παράγει τα θαύματα. Και μπορεί συχνά να επαναλαμβάνουμε ότι δεν υπάρχει φιλότιμο στις μέρες μας αλλά που ξέρουμε… Αν μη τι άλλο αυτός ο λαός, επιφυλάσσει πάντα μεγάλες εκπλήξεις. Τραγωδίες αλλά και ανώνυμα θαύματα.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]