ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Το πνεύμα του Κολοκοτρώνη
« (…) το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού (…).
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Πνύκα – 08/10/1838
Σα να είδε ξαφνικά πίσω του το βάρος των αιώνων. Ένας άνθρωπος δίχως καμία αμφιβολία ευφυής, φύσει ηγετική φυσιογνωμία, με τη φλόγα του πάθους και την ισχύ της θέλησης, είχε μάθει να κοιτάζει μονάχα ομπρός του. Δεν είχε ποτέ μέχρι τότε την πολυτέλεια να κοιτάξει πίσω. Γιατί αυτόν, όπως και τους άλλους ειλικρινείς και τίμιους αγωνιστές του 21’, τους στοίχειωνε το παρόν. Πως να μπορέσουν να κοιτάξουν πίσω τους όταν έπρεπε να ξεφύγουν; Να προλάβουν το απελεύθερο μέλλον για τους ίδιους και κυρίως για τις επόμενες γενιές προτού αυτό αναχωρήσει; Ρίχτηκαν στη μάχη σαν τα θεριά, με πρώτο και καλύτερο τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος από τη στιγμή της επανάστασης και για πολλά χρόνια, δεν κοίταξε πίσω του.
Μέχρι εκείνη τη μέρα. Μέχρι τη μέρα κατά την οποία εντυπωσιάστηκε από την αφήγηση ενός θρυλικού γυμνασιάρχη. Στις 7 Οκτωβρίου 1838, ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου για τον Θουκυδίδη. Τόσο θαμπώθηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Ο Γεννάδιος αποδέχθηκε την πρότασή του αλλά λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών, η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε την 8η Οκτωβρίου 1838, στις δέκα το πρωί, στην Πνύκα.
Μόνο που το νέο της επικείμενης ομιλίας του εθνικού ήρωα ταξίδεψε ταχύτητα στην μικρή τότε Αθήνα, με αποτέλεσμα να συρρεύσει πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων». Λίγο έλλειψε να μη πραγματοποιηθεί ποτέ, αφού η χωροφυλακή, όντας βασιλικότερη του βασιλέως Όθωνα, παρουσιάστηκε αποφασισμένη να διαλύσει τον συγκεντρωμένο αντικαθεστωτικό όχλο! Μετά τις διαβεβαιώσεις του Γενναδίου και των λοιπών καθηγητών, αλλά και την αυτονόητη παραδοχή ότι ο Κολοκοτρώνης εκείνη την εποχή κατείχε το αξίωμα του πολιτικού συμβούλου του νεαρού βασιλιά, η ομιλία έγινε και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Ίσως το πιο σπουδαίο μάθημα της ιστορίας είναι ότι αυτή επαναλαμβάνεται, και τούτο επιβεβαιώνεται περίτρανα και στον λόγο του Γέρου του Μοριά. Σε μια αποστροφή του, μιλά για εκείνους τους «γραμματισμένους», οι οποίοι έφυγαν για τα ξένα, κι έτσι έμειναν να κυβερνούν τον εξαθλιωμένο λαό οι αγράμματοι και οι ημιμαθείς, εκείνοι οι οποίοι βασιλεύουν στους στραβούς. Εκείνοι οι οποίοι παρουσιάζονται φοβεροί στους «μέσα» και ενδοτικοί, αν όχι υποτακτικοί, στους «έξω». Αυτοί που άγονται και φέρονται από τους εμπόρους της Ευρώπης, όπως άγονται και φέρονται από τη φιλοδοξία τους για δόξα και πλούτη, που ποτέ δεν τα άξιζαν και ποτέ δεν θα τα αξίζουν.
Κι αυτός «αγράμματο» αποκαλεί τον εαυτό του, σε μία ακόμη μεγαλειώδη πράξη, της πνευματικής του, αυτή τη φορά, παρακαταθήκης. «Εγώ δεν είμαι αρκετός», διακηρύσσει. Αυτός που με το θάρρος και την οξυδέρκειά του, πέτυχε να απελευθερώσει μία χώρα. «Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε». Ελεύθερο τον κρατήσαμε γέρο. Αλλά δυστυχώς ούτε τον ισάσαμε, ούτε τον στολίσαμε. Παραμένει στραβός, οι καλύτεροι φεύγουν, ο λαός υποφέρει, και φυσικά κυβερνούν ακόμη οι αγράμματοι. Είθε το πνεύμα σου να τους φωτίσει, μπας και σκαμπάσουν λίγη από τη σοφία σου. Λίγη από την ακεραιότητά σου.