FOLLOW US: facebook twitter

ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Οι παλιάτσοι

Ημερομηνία: 16-02-2023 | Συντάκτης:

«Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα, ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ…»

Της έπιασε το χέρι σφιχτά. Η παλάμη της ήταν ζεστή και ιδρωμένη. Είχε επιταχύνει ανέλπιστα για γυναίκα κοντά στα 70, «ασφάλισε» το χέρι της εγγόνας της κάτω απ’ την μασχάλη της με τρόπο που έκανε την Κλειώ να νιώθει πως η συνονόματη γιαγιά της οριακά την έσερνε στην Πανεπιστημίου. Ο δρόμος είχε γεμίσει νεαρά παιδιά και απελπιστικά αγανακτισμένους καλλιτέχνες.

«Το ’73 ήμουν στην ηλικία σου. Δεν διαφέρουν και πολύ οι συνθήκες από τότε. Τα Εξάρχεια ήταν γεμάτα αστυνομικούς και ασφαλίτες. Η ακρίβεια μας εμπόδιζε να φανταστούμε το μέλλον μας. Όσοι κατάφεραν να σπουδάσουν δεν ξέραν τι να κάνουν τα πτυχία τους. Βλέπεις την παιδεία σ’ αυτή την χώρα την είχανε ανέκαθεν χεσμένη, όπως και τον πολιτισμό. Οι φοιτητές ξεκίνησαν να αντιστέκονται πρώτοι. Ξέρεις οι δρόμοι έχουν συναισθήματα, με τον ίδιο τρόπο που οι τοίχοι έχουν ιστορία. Δεν διαφέρει το συναίσθημα. Ο παλμός είναι ο ίδιος. Αγκαλιαζόμασταν και κλαίγαμε. Βλέπαμε πως σιγά – σιγά κάτι αλλάζει. Ήμασταν χαρούμενοι κι απελπισμένοι μαζί. Δεν ξέρω πως γίνεται», είπε η γιαγιά Κλειώ της εγγονής της και λευτέρωσε την χούφτα της τελευταίας απ’ την μασχάλη της προκειμένου να προσπεράσουν ένα μεγάλο κίτρινο πανό που χε γραμμένη με μεγάλα κόκκινα γράμματα μια λέξη μόνο.

Η λέξη αυτή την φορά δεν ήταν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, αλλά ΠΩΛΕΙΤΙΣΜΟΣ.

Η εγγονή Κλειώ σκέφτηκε τότε, πως ίσως η λέξη αυτή να ‘ναι το ακριβώς το αντίθετο της λέξης «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Άλλωστε αυτός που ξεπουλά τον πολιτισμό του είναι καταδικασμένος να ζήσει δίχως μνήμη, δίχως ελπίδα, έξω απ’ τον χρόνο και τα σημαίνοντά του, δίχως παρελθόν, παρόν και κυρίως δίχως μέλλον. Η Κλειώ δεν ήθελε να ζήσει έτσι. Δεν ήξερε πως ακριβώς ήθελε να ζήσει. Πάντως έτσι σίγουρα δεν ήθελε.

«Γιαγιά να σε ρωτήσω κάτι; Είσαι σίγουρη πως η σύγκριση της κατάληψης του Εθνικού με την κατάληψη του Πολυτεχνείου βοηθάει;» ρώτησε την ώρα που προσπερνούσαν μια παρέα συνομηλίκων συνσπουδαστών της που ήταν ντυμένοι ασορτί: παλιάτσοι, με μαύρα παντελόνια, ασπρόμαυρες ριγέ μπλούζες, σαλοπέτες, κόκκινες μύτες, λευκό makeup και μαύρο κραγιόν.

Οι δύο συνονόματες κάναν αμέσως τον ίδιο συνειρμό: θυμήθηκαν το τραγούδι του Μαυρουδή, του σπουδαίου μουσικού – συνθέτη, που λίγες βδομάδες πριν είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Μ’ αυτό το τραγούδι η γιαγιά Κλειώ νανούριζε την εγγόνα της.

«Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα, ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ. Ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα, γι’ αυτό μπορώ να σας το πω. Τραγούδι λέω δυνατά, ν’ ακούσουν όλα τα παιδιά, ν’ ακούσει η πολιτεία, κι απ’ το τραγούδι μου αυτό, παλιάτσοι άλλοι εκατό να βγουν στην κοινωνία… »

Σίγουρα εκείνη την στιγμή στην Πανεπιστημίου θα βρισκόντουσαν περί τους εκατό παλιάτσους…


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος