ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Για τη χαμένη Ρωμιοσύνη
«Ανάβω στίχους για να ξορκίζω το κακό»
Γιάννης Ρίτσος
(1 Μαΐου 1909 – 11 Νοεμβρίου 1990)
Έγραφαν. Έπαιζαν. Τραγουδούσαν. Ζωγράφιζαν. Δημιουργούσαν. Αυτό τους έβγαινε, και αυτό έμαθαν με τον καιρό να κάνουν. Και το έκαναν ανάμεσα σε διωγμούς, βάσανα, κακουχίες, αρρώστιες, φτώχεια. Δεν τους λύγισαν οι πόλεμοι, τα βασανιστήρια, τα μπουντρούμια κι οι εξορίες. Εν μέσω κόλασης, είχαν, έβρισκαν, έφτιαχναν τον παράδεισο. Τον είχαν μέσα τους. Τον έβρισκαν στα πιο απλά κι ανθρώπινα πράγματα. Τον έφτιαχναν με ποιήματα, με θεατρικά, με τραγούδια, με ζωγραφιές, με ερμηνείες, με οτιδήποτε μπορεί κανείς να εκφράσει τη ζωή, από την τέλεια ομορφιά, μέχρι τον μεγαλύτερο όλεθρο.
Οι νεότερες γενιές δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν την ιστορική συνθήκη. Συχνά θαρρείς ότι σκέφτονται πως ένας ποιητής σαν κι αυτούς σηκωνόταν το πρωί από το άνετο κρεβάτι του και μεγαλουργούσε με αντίστοιχη άνεση στο γραφείο του. Δεν είναι αφελείς. Φυσιολογικά είναι δύσκολο να αντιληφθούν τις τρομακτικές δυσκολίες. Πως ένας ποιητής εξορισμένος σε ένα ξερονήσι, γράφει στα μικρά διαλείμματα ηρεμίας, στίχους, σε χαρτί υγείας κι ύστερα θάβει τα χαρτιά στη γη για να μην τα ανακαλύψουν και του τα πάρουν οι ανθρωποφύλακες. Πως ένας ποιητής υπόκειται καθημερινά σε απερίγραπτα βασανιστήρια και εξευτελισμούς, ενώ θα μπορούσε να επιστρέψει σπίτι του, υπογράφοντας μία απλή δήλωση. Πως κι όταν επέστρεφε για λίγο, γιατί αργά ή γρήγορα θα τον ξαναέπαιρναν, δεν έβρισκε σπίτι, αλλά ρημαδιό.
Όμως παρόλα αυτά, άντρες και γυναίκες με ανάστημα βουνών, άντεχαν, και όχι μόνο άντεχαν αλλά παρήγαγαν έργα τα οποία θα αναγνωρίζονταν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Θα γίνονταν κτήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως και κτήμα του ελληνικού λαού. Ο Γιάννης Ρίτσος ξεχώρισε για πολλούς λόγους, ωστόσο ο ίδιος είχε προσδιορίσει άθελά του τον σημαντικότερο: «Ανάβω στίχους για να ξορκίσω το κακό». Δεν το ξόρκιζε απλά. Ενέπνεε. Μαζί με τους μεγάλους συνοδοιπόρους του στις τέχνες και στα γράμματα, κράτησε έναν λαό όρθιο για δεκαετίες, μέχρι ο τελευταίος να ξεχάσει και να ξεπέσει.
Ίσως η μόνη δικαιολογία των σημερινών ανθρώπων να είναι πως τότε τα πράγματα ήταν καθαρά, ενώ σήμερα το τοπίο είναι ομιχλώδες. Συχνά δεν μπορούν να καταλάβουν απέναντι σε ποιους αντιτάσσονται ή οφείλουν να αντιτάσσονται και με ποιους τρόπους να το κάνουν. Πάει ο καιρός που οι άνθρωποι έλεγαν τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Οι μόνες βεβαιότητες οι οποίες μας διασώζονται, επιβιώνουν χάρη στην αλήθεια την οποία κουβαλούν ατόφια οι ίδιοι οι στίχοι. Γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, αλλά ο στίχος μένει πάντοτε αληθής, όσο και όμορφος. Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό. Και οι καρδιές δε βολεύονται, παρά μόνο στο δίκιο. Ίσως γι’ αυτό δεν μπορούμε να ησυχάσουμε, –επειδή δεν βολευόμαστε. Και ίσως η Ρωμιοσύνη μας, που έχει χαθεί από καιρό, να πεταχτεί ξανά στο προσκήνιο της ζωής. Γι’ αυτό και δεν την κλαίμε… ακόμη.