«Το άκουσες αυτό;» – Απολογισμός προγράμματος Γυμνασίου Ζαχάρως
ΜΕΡΟΣ Β: Νεράιδες
- Από το kalliafeia.blogspot.com την σχολική εφημερίδα του Γυμνασίου Ζαχάρως
Όταν χτυπάει το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι οι άνθρωποι του Φεστιβάλ και έχουν κάτι να προτείνουν, πάντα λέμε ναι, γιατί ξέρουμε, πως μια νέα αχτίδα φωτός έρχεται να λαμπρύνει τούτο τον ξεχασμένο τόπο. Αυτή τη φορά η πρόταση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους αφορούσε ένα τριήμερο εργαστήρι, με τίτλο: «Το άκουσες αυτό;» που θα είχε ως θέμα του ιστορίες με νεράιδες από την ευρύτερη περιοχή, το οποίο θα υλοποιούσε η κοινωνική ανθρωπολόγος-ερευνήτρια και καλλιτέχνιδα Ευδοκία Νούλα, που πριν από λίγο καιρό είχε ολοκληρώσει το ίδιο πρόγραμμα για το Ίδρυμα Ωνάση.
Έτσι λοιπόν το Γυμνάσιο Ζαχάρως έγινε το πρώτο σχολείο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, στο οποίο οι μαθητές αναζήτησαν, κατέγραψαν, επεξεργάστηκαν και ανέλυσαν ιστορίες με νεράιδες που αφορούν το συλλογικό ασυνείδητο, την τοπική προφορική παράδοση και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά.
Με την καθοδήγηση της κας Ευδοκίας Νούλα, τα παιδιά που συμμετείχαν, ηχογράφησαν τις ιστορίες που είχαν καταγράψει αρχικά, συζήτησαν και ανέλυσαν τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες, τις αιτίες και τις αξίες, ενώ την τρίτη μέρα επισκέφθηκαν τη λίμνη του Καϊάφα για να κάνουν ηχο-παρατήρηση και να μπορέσουν να ερμηνεύσουν την ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργήσει αυτές τις ιστορίες.
Ευχαριστούμε πολύ την κα Νούλα, που υλοποίησε αυτό το τριήμερο εργαστήρι στο σχολείο μας και μας βοήθησε να ανακαλύψουμε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένα ξεχασμένο κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού μας και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς μας, που μέσα του κρύβει αρχέτυπα σύμβολα, αξίες και κώδικες ενός πανάρχαιου πολιτισμού.
Επίσης θέλω προσωπικά να ευχαριστήσω τα παιδιά που ενδιαφέρθηκαν, ερεύνησαν και κατέγραψαν αυτές τις ιστορίες και ακόμη περισσότερο τους κυρίους και τις κυρίες που μας τις εμπιστεύθηκαν και μας βοήθησαν να διασώσουμε μαζί με τις υπέροχες αφηγήσεις τους και τα πλούσια στοιχεία της τοπική μας διαλέκτου, που μεταφέρονται αυτούσια κατά την απομαγνητοφώνηση και αποδεικνύουν περίτρανα της αξία της ντοπιολαλιάς μας, που κάποια στιγμή πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εμβριθούς γλωσσολογικής έρευνας.
Παραθέτω ακολούθως τις ιστορίες των μαθητών, με επιλεγμένα αποσπάσματα από το σύνολο των καταγραφών.
Πανωραία Μακρη
Πρόγραμμα: «Το άκουσες αυτό;»
Συντονίστρια: Ευδοκία Νούλα
Υπεύθυνη εκπαιδευτικός: Πανωραία Μακρή
Συμμετείχαν οι μαθητές/τριες:
Βλάμης Κωνσταντίνος,
Βλασσοπούλου Κωνσταντίνα,
Γιαννοπούλου Νικολίνα,
Ζωγόπουλος Γεώργιος,
Κοκκώνη Βασιλική-Μαρία,
Κρανίτη Ιωάννα,
Μανιάτη Ευγενία,
Μανώλη Ακριβή,
Πάππου Λυδία-Αικατερίνη,
Τριγάζη Έλενα.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο:
Βλασσόπουλο Κωνσταντίνο
και τις κυρίες:
Θάνου Ευδοξία(πρεσβυτέρα),
Δημητροπούλου Φωτεινή,
Καμπανά-Γουργούλη Γαρουφαλιά
Καραπαναγιώτη Αικατερίνη,
Κίκου Ελένη,
Μπαλαδήμα-Μανώλη Μαρία,
Νικολοπούλου Μηλιά,
και
Σταματοπούλου Γιώτα.
΄—————————————————————–
Ιστορίες με νεράιδες και ξωτικά
Η κυρία Αικατερίνη Καραπαναγιώτη αφηγείται στην εγγονή της Ιωάννα Κρανίτη
Στο βαθύ παρελθόν ένα μικρό κοριτσάκι ζούσε στο χωριό της Φασκομηλιάς. Καθισμένο στην ντιβανοκασέλα του σπιτιού του, ξήλωνε το φουστάνι του που ήταν υφαντό όπως όλα τα ρούχα της τότε εποχής και έτρωγε τις κλωστές του. Η μαμά του και η γιαγιά του το ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό. Το κορίτσι ισχυρίστηκε ότι άλλοτε το παρακινούν τρεις νεαρές κοπέλες και άλλοτε τρεις μεγάλες γυναίκες. Τότε η μητέρα της και η γιαγιά της κατάλαβαν ότι το κοριτσάκι το περιτριγύριζαν νεράιδες. Οι νεράιδες φοβισμένες «έσπρωξαν» το κοριτσάκι στη φωτιά και την επομένη βρέθηκε καμένο στο αλώνι. Οι κάτοικοι του χωριού ισχυρίζονταν ότι το έκαψαν η μαμά της με την γιαγιά της. Η ιστορία αυτή είναι αληθινή και το κοριτσάκι ήταν μόνο 9 ετών και ήταν πρόγονή μου.
Η κυρία Μαρία Μπαλαδήμα-Μανώλη αφηγείται στην κόρη της Ακριβή Μανώλη
Παλιά όταν είχα πάει να κοιμηθώ στο χωριό μου, στον παππού και την γιαγιά μου, το βράδυ που τρώγαμε όλοι μαζί, έτσι όπως συζητάγαμε, ο παππούς μου είπε μια ιστορία. Ένα βράδυ που γυρνούσε με τον πατέρα του, από τα χωράφια με τη φρέζα για να πάνε σπίτι στη Ζούρτσα, είδε ο παππούς μου μια νεράιδα ντυμένη με ολόλευκο νυφικό που χόρευε στη γέφυρα του Κατσαβού.
Ο πατέρας μου στην αρχή δεν έβλεπε την νεράιδα, αλλά όταν ακούμπησε τον παππού μου είδε κι αυτός. Ο παππούς μου του έκανε νόημα να μην μιλήσει, γιατί είχε ακούσει ότι αν μίλαγε θα του έπαιρνε τη φωνή. Έτσι όπως περνούσανε τη γέφυρα προσπαθούσανε να την αποφύγουν, χωρίς να την χτυπήσουν. ‘Όταν φτάσανε στο σπίτι, ρώτησε ο ένας τον άλλο αν είδαν κάτι και τότε είπαν και οι δύο ότι είδαν μια νεράιδα. Ο παππούς μου είχε ξαναδεί, ο πατέρας μου έβλεπε για πρώτη φορά και γι΄αυτό ένιωσε έναν φόβο, μια ταραχή. Ο παππούς μου πίστευε ότι υπάρχουν, γιατί είχε δει πολλές φορές και είχε ακούσει και στο χωριό διάφορα πράγματα. Ο πατέρας μου δεν το πίστευε αρχικά, αλλά αφού το έζησε , άρχισε να το πιστεύει. Είχαν συμβεί και άλλα τέτοια γεγονότα. Αυτά γινόντουσαν μετά τις δώδεκα το βράδυ που έβγαιναν οι νεράιδες στα ποτάμια, στις λίμνες, γενικότερα όπου υπήρχε νερό.
Η κυρία Αικατερίνη Καραπαναγιώτη αφηγείται στη μαθήτρια Ευγενία Μανιάτη
Μου ΄λεγε ο παππούς μου ότι όταν ήτανε δεκαέξι χρονώνε, τον έστειλε η μάνα του και ο πατέρας του, που έφτιαχνε σαμάρια, στο πανηγύρι της Αγουλινίτσας για να πάρει παπίρι. Στον δρόμο που πήγαινε στον Καϊάφα, μέσα στα πεύκα, καβάλα στο γαϊδούρι, πηγαίνανε και άλλοι ανθρώποι στο πανηγύρι στην Αγουλινίτσα και του λέγανε: «Ρε παιδί σταμάτα να βάλουμε το σακί πάνω στο γαϊδούρι», αλλά εκείνος δεν εμίλαγε, γιατί είχε ακούσει ότι υπήρχαν νεράιδες και φοβότανε να μην του πάρουν τη φωνή. Μέχρι που κάποια στιγμή που τον φτάσανε οι ανθρώποι που πήγαιναν στο πανηγύρι και είδε ότι ήταν αληθινοί άνθρωποι φορτώσανε το σακούλι στο γαϊδούρι και πήγανε παρέα στο πανηγύρι.
Η κυρία Μηλιά Νικολοπούλου αφηγείται στην εγγονή της Έλενα Τριγάζη
Παλιά, όταν η προγιαγιά μου ήταν επτά χρονών, είχε πάει με τους γονείς της πάνω στο βουνό στον Αϊ Λια, σε ένα χωράφι, για να μαζέψουν ελιές. Όσο οι γονείς της μάζευαν ελιές, εκείνη έπλεκε και το απογευματάκι που τελείωσαν, τη φώναξαν, για να τους βοηθήσει να μαζέψουν τα πράγματα. Άφησε του κουβάρι της πάνω σε ένα βράχο και καθώς πήγαινε να φορτώσει την κατσαρόλα, το είδε να κυλάει. Έτρεξε γρήγορα, για να το πιάσει πριν πέσει στον γκρεμό και όσο πλησίαζε πρόσεξε κάτι μικρά λαμπερά πλασματάκια με φτερά γύρω τους. Όταν το έπιασε, άκουσε αυτά τα μικρά πλασματάκια να τραγουδούν και να πηγαίνουν πετώντας προς τον γκρεμό. Εκείνη μαγεύτηκε από το τραγούδι της και άρχισε να τα ακολουθεί. Λίγο πριν πέσει στον γκρεμό, κατάλαβε τι γινόταν και είπε μια φράση που της είχε πει η μαμά της να πει, όταν τη μαγέψουν οι νεράιδες. Με το που την είπε οι νεράιδες εξαφανίστηκαν και αυτή σώθηκε. Δυστυχώς την φράση αυτή δεν την έμαθα ποτέ, γιατί την μέρα που θα μας την έλεγε η προγιαγιά μου, πέθανε.
Η κυρία Φωτεινή Δημητροπούλου αφηγείται στον μαθητή Γιώργο Ζωγόπουλο και τη μαθήτρια Λυδία Πάππου
Όταν ήμουν παιδάκι άκουγα συχνά τέτοιες ιστορίες, με νεράιδες και ξωτικά, από τον πατέρα μου και θυμάμαι ότι μας άρεσε να καθόμαστε μαζί με τ’ αδέρφια μου και διάφορα άλλα γειτονόπουλα και να τις ακούμε. Μας έλεγε ότι έβλεπε τις νεράιδες δίπλα σε ένα δάσος και ότι έβγαιναν και χορεύανε. Τότε που ήμουν παιδί πίστευα ότι ήταν αλήθεια και ότι υπήρχαν, τώρα που μεγάλωσα νομίζω ότι ήταν δημιουργήματα της φαντασίας. Το δάσος αυτό ήταν κοντά στο στάδιο της Ζαχάρως. Ήταν ένα μικρό δάσος, που δεν υπάρχει πια και από εκεί μας έλεγε, ότι έβγαιναν διάφορες κοπέλες – νεράιδες που ήταν όμορφες και τραγουδούσαν. Έτσι τις φανταζόμασταν τις νεράιδες, σαν ωραίες κοπέλες, που χορεύανε και τραγουδούσαν και φορούσαν ωραία φορέματα.
Η κυρία Ελένη Κίκου αφηγείται στον εγγονό της Κωνσταντίνο Βλάμη.
Όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών μου είπαν την ακόλουθη ιστορία. Ο παππούς μου είχε πάει σε μία σπηλιά να πιάσει νερό, για να πιεί και να φάει το ψωμάκι του. Εκεί που πήγε το μεσημέρι στη σπηλιά, είχε στύψει από νερό, δεν έβγαζε νερό από την πηγή, ενώ εκεί κάποτε εκεί έτρεχε ποτάμι ολόκληρο. Μέσα στη σπηλιά είχε σκοτάδι. Τότε αυτός γονατίζει και κάνει το σταυρό του και λέει: «Αμόλα αράπη το νερό, να φάει ο Ασημάκης το ψωμάκι του και να πιεί το νεράκι του» και σηκώνεται πάνω και ακούει μια μεγάλη φασαρία, μια βουή και σπάει το νερό και αρχίζει να τρέχει και πάλι από την πηγή και τότε λέει: «Σ΄ ευχαριστώ Θεέ μου που έφερες το νεράκι μου κι έφαγα το ψωμάκι μου». Εγώ την ιστορία αυτή την έμαθα από τους γονείς μου, νομίζω τον Μάιο του 1965, όταν σπέρναμε τα αραποσίτια. Η σπηλιά βρίσκεται στη Φιγαλεία, σε αγρό στη θέση Ναστούλη και ο παππούς μου ήταν περίπου 65 με 70 ετών, όταν συνέβη το περιστατικό.
Η κυρία Γαρουφαλλιά Καμπανά-Γουργούλη αφηγείται στην εγγονή της Νικολίνα Γιαννοπούλου
Στο χωριό μου, την Καλίδονα, υπάρχει μια περιοχή που λέγεται «της φοράδας ο γκρεμός» γιατί κάποτε εκεί, μετά από έναν γάμο έπεσε ένα άλογο, μια φοράδα, επειδή ήτανε πολύ στενό το πέρασμα και γι΄αυτό πήρε αυτή την ονομασία. Σ’ εκείνο το σημείο, έλεγαν τα παλιά τα χρόνια που οι άνθρωποι δεν είχαν αυτοκίνητα και γύριζαν με τα άλογα και με τα πόδια στο χωριό, όταν τελείωναν τις εργασίες τους στα χωράφια με τις ελιές και τις σταφίδες, ότι το βράδυ, που περνάγανε, ακούγανε κάτω εκεί σε αυτό το βράχο μουσική, ενώ δεν ήταν εκεί πέρα κανένα σπίτι κοντά, ούτε υπήρχε να περίπτωση να ήτανε εκεί κάποιος άνθρωπος. Έτσι έβγαλαν ότι εκεί υπήρχαν νεράιδες. Το είχαν ακούσει όλοι οι χωρικοί που περνάγανε από αυτό το σημείο.
Τότε μάλιστα έλεγαν κάποιοι ότι και μέσα στο χωριό είχαν ακούσει και κάποιοι είχανε δει μια αγελάδα με ένα μεγάλο κουδούνι, όμως κανένας δεν είχε στο χωριό αγελάδες. Τότε είχανε μόνο πρόβατα και κατσίκια. Αυτή την ιστορία την έχω ακούσει από τους παλιούς και εγώ πιστεύω ότι τότε υπήρχανε νεράιδες, γιατί ο τόπος ήταν άγριος ακόμη. Τότε δεν υπήρχανε δρόμοι, τώρα όλα τα βουνά είναι γεμάτα δρόμους αγροτικούς και περνάνε τα αυτοκίνητα και υπάρχει κίνηση.
Επίσης είχα ακούσει από μια γιαγιά, που έλεγε ότι κάποτε πήγανε στο ποτάμι, για να πλύνουνε τα ρούχα – γιατί έτσι συνήθιζαν τότε οι άνθρωποι, φόρτωναν τα ρούχα και τα καζάνια τους και τα βάνανε και τα πλένανε στο ποτάμι- και όπως επήγανε κάποια πήγε να βάλει το καζάνι της για να πλύνει και τότε βλέπουνε μέσα στο ποτάμι κάτι κοπέλες που επαίζανε και πλατσαράγανε στα νερά και αυτές ήταν νεράιδες, γιατί, αν ήταν κοπέλες του χωριού, θα τις γνωρίζανε.
Έχουμε ακούσει πολλές τέτοιες ιστορίες και είναι κάτι το ανεξήγητο και φοβόμασταν όταν ήμασταν παιδιά, γιατί και οι γονείς μας έλεγαν: «Μην πας εκεί, γιατί θα βγει η νεράιδα και θα σε πάρει και άμα δεν σε πάρει θα σου πάρει τη μιλιά, για να μην μπορείς να μιλήσεις». Έτσι μας λέγανε και μας φοβίζανε. Αυτά λέγανε στο χωριό μου, την Καλίδονα, αλλά και σε όλα τα χωριά λέγανε ότι βλέπανε νεράιδες, ειδικά στα ποτάμια και σε απόκρημνους βράχους, που δεν περπάταγε άνθρωπος εύκολα. Τώρα έχουν όλα αλλάξει και τα βουνά έχουν ημερέψει.
Τις νεράιδες, τις περιέγραφαν σαν ωραίες κοπέλες, με ωραία αραχνοΰφαντα φορέματα. Έτσι μας τις λέγανε τις ιστορίες οι πιο παλιοί, οι γιαγιάδες μας και οι παππούδες μας. Όλοι οι άνθρωποι τότε στο χωριό πίστευαν ότι υπήρχανε νεράιδες. Από τότε όμως που βγήκανε οι τηλεοράσεις και όλα αυτά και εξελίχθηκε ο κόσμος τις αφήκανε τις νεράιδες. Εφύγανε οι νεράιδες από την τηλεόραση.