Τι δεν πήρε και τι έδωσε στη Μέρκελ ο Μητσοτάκης
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”95846″ img_size=”full”][vc_column_text]Για το Μαξίμου η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Βερολίνο και η συνάντησή του με την Άνγκελα Μέρκελ ήταν η «δεύτερη ευρωπαϊκή επιτυχία» του Έλληνα πρωθυπουργού μετά το ραντεβού με τον Εμμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι.
Συνοψίζοντας, δε, το περιεχόμενο της «επιτυχίας» αυτής, κυβερνητικές πηγές λένε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε για πρώτη φορά στη γερμανική καγκελαρία ένα «νέο, θετικό αφήγημα» για την Ελλάδα – ένα αφήγημα που βασίζεται στο «αναπτυξιακό του όραμα» και όχι στη διαρκή διαπραγμάτευση των χρόνων της κρίσης περί εκταμίευσης των δόσεων, λήψης μέτρων και αποπληρωμής του χρέους. Κατά τις ίδιες πηγές το αφήγημα αυτό βρήκε έναν «πολύ πρόθυμο ακροατή» στο πρόσωπο της Άνγκελα Μέρκελ όπως και την επιδοκιμασία της Γερμανίδας καγκελαρίου ενώ «εξασφάλισε και την συμφωνία της» για την προώθηση επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας και της πράσινης οικονομίας.
Στο προφανές ερώτημα γιατί η Γερμανίδα καγκελάριος θα μπορούσε να… διαφωνήσει με τα επενδυτικά σχέδια του – όποιου – Έλληνα πρωθυπουργού απάντηση δεν δίνεται, στο κυβερνητικό στρατόπεδο όμως επιμένουν να μιλούν για «αλλαγή κλίματος» απέναντι στην Αθήνα και τονίζουν ιδιαίτερα την δήλωση Μέρκελ πως πλέον το έργο της Ελλάδας είναι πιο εύκολο διότι «η οικονομία είναι κατά 50% ψυχολογία».
Πίσω από όλη αυτή την επικοινωνιακή ρητορική, ωστόσο, η αλήθεια είναι πως στο Βερολίνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ζήτησε και δεν πήρε τίποτα. Αντιθέτως έδωσε: Έδωσε την διαβεβαίωση – τόσο δημοσίως όσο και στις κλειστές συζητήσεις – πως δεν θα βάλει στο τραπέζι ζήτημα μείωσης των πλεονασμάτων, έδωσε επίσης την διαβεβαίωση ότι δεν θα φέρει εμπόδια στην εφαρμογή της συμφωνίας των Πρεσπών και, ακόμη, πως δεν θα κινηθεί εκτός ευρωπαϊκής γραμμής στο ζήτημα του προσφυγικού.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες από το Βερολίνο και οι τρεις αυτές δεσμεύσεις ζητήθηκαν ρητά και καθαρά και πριν, και κατά την διάρκεια της επίσκεψής του στο Βερολίνο.
Όσον αφορά τα πλεονάσματα το μήνυμα της ρητής τήρησης των δεσμεύσεων είχε ήδη στείλει από την Αθήνα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας και το ζήτημα δεν μπήκε καν σε συζήτηση όπως είχε απαιτήσει το Βερολίνο.
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δε, μετά τη συνάντηση με την Άνγκελα Μέρκελ είπε πως τα πλεονάσματα «θα συζητηθούν εν καιρώ και την κατάλληλη στιγμή με τους θεσμούς και προφανώς, εφόσον αυτό χρειαστεί, σε διμερές επίπεδο». Και παραπλεύρως, κυβερνητικές πηγές επαναλάμβαναν ότι πρόκειται για ζήτημα «που ανάγεται στο επίπεδο των θεσμών και θα τεθεί την κατάλληλη στιγμή όταν αποκατασταθεί η αξιοπιστία της χώρας».
Αναφορικά με τη συμφωνία των Πρεσπών, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τέθηκε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και η Άνγκελα Μέρκελ φέρεται να κατέστησε σαφές πως η Γερμανία θα ήθελε να δοθεί άμεσα πράσινο φως στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε στη συνέντευξη τύπου ότι «η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια συμφωνία με σοβαρά ελαττώματα, τα οποία μπορούν να αμβλυνθούν μέσω της συνολικής ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων.» Επί της ουσίας δηλαδή δεν αμφισβήτησε την υπόσταση της συμφωνίας των Πρεσπών και στην κατ’ ιδίαν συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο φέρεται να τη διαβεβαίωσε πως η χώρα μας θα συμφωνήσει στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία, εάν διασφαλιστούν οι ελληνικές ανησυχίες κυρίως σε σχέση με τα προϊόντα επιχειρήσεων στη Μακεδονία.
Στο προσφυγικό, τέλος, Μέρκελ και Μητσοτάκης συμφώνησαν στην ανάγκη να τηρηθεί η Συμφωνία με την Τουρκία για την επαναπροώθηση των μεταναστών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αλλά και να γίνει κατανομή στις χώρες της ΕΕ των προσφύγων.
Εν ολίγοις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην επίσκεψη του στο Βερολίνο επιβεβαίωσε απλώς πως θα παραμείνει στην πολιτική γραμμή Τσίπρα σε ό,τι αφορά τα μεγάλα ευρωπαϊκά ζητήματα, ενώ παρέπεμψε στις καλένδες – ή στην καλύτερη περίπτωση στο 2022 – το θέμα των πλεονασμάτων.
Το πρόβλημα είναι πως κατόπιν τούτου γίνεται ακόμη πιο δύσκολη η υπόσχεσή του για έναρξη της μείωσης της φορολογίας των φυσικών προσώπων από το 2020 και πλέον οι ελπίδες της κυβέρνησης εναποτίθενται στην επίδειξη «δημοσιονομικής ευελιξίας» από την πλευρά του Eurogroup και των θεσμών. Το κατά πόσο η Άνγκελα Μέρκελ πείστηκε να στηρίξει αυτή την «ευελιξία» θα φανεί κατά την άφιξη των επικεφαλής των κλιμακίων των θεσμών στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]