Τα κόλπα πολυεθνικών για να πωλούν ακριβά
Πρόστιμα 2 εκατ. για παραβίαση ορίων στο μεικτό περιθώριο κέρδους σε 100 προϊόντα – Πρόστιμα σε δύο πολυεθνικές, σε εξέλιξη έλεγχοι για ακόμη πέντε.
Με πρόστιμα στις δύο μεγαλύτερες εταιρείες στον κλάδο των καταναλωτικών ειδών, τη Unilever και την Procter & Gamble, κήρυξε την έναρξη του «πολέμου» στις πολυεθνικές το υπουργείο Ανάπτυξης, «πόλεμος» που είχε προαναγγελθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό πριν από μερικές εβδομάδες με την περίφημη φράση περί «μπανανίας». Τα πρόστιμα, από 1 εκατ. ευρώ σε καθεμία από τις δύο εταιρείες, επιβλήθηκαν για την παραβίαση της νομοθεσίας περί πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους σε πάνω από 100 κωδικούς προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων απορρυπαντικών, καθαριστικών σπιτιού και ειδών ατομικής υγιεινής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην τελική ευθεία βρίσκεται ο έλεγχος των υπηρεσιών του υπουργείου Ανάπτυξης σε πέντε ακόμη πολυεθνικές εταιρείες και αναμένεται η ανακοίνωση νέων προστίμων το προσεχές διάστημα. Σε αυτές αναμένεται να συγκαταλέγονται και εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των τροφίμων. «Οι έλεγχοι θα συνεχιστούν και τα πρόστιμα θα επιβάλλονται χωρίς δισταγμό. Η μάχη με την ακρίβεια είναι συνεχής και διαρκής. Δεν εφησυχάζουμε», τόνισε χαρακτηριστικά χθες ο αρμόδιος υπουργός Κώστας Σκρέκας.
Οι αντιδράσεις
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε η Unilever εκφράζει τη διαφωνία της για τη μεθοδολογία υπολογισμού του προστίμου και ως εκ τούτου θα προσφύγει στη Δικαιοσύνη, ενώ υποστηρίζει ότι δεν έχει μετακυλήσει μεγάλο ποσοστό τού επιπλέον κόστους παραγωγής και λειτουργίας της, εις βάρος της κερδοφορίας της. Αναφέρει πάντως ότι θα συμμετάσχει με πάνω από 80 κωδικούς προϊόντων από όλες τις κατηγορίες της στην πρωτοβουλία «μόνιμη μείωση τιμής» (πρόκειται για το μέτρο μείωσης τιμής 5% και άνω για τουλάχιστον έξι μήνες). Πηγές της εταιρείας έκαναν λόγο για «προειλημμένη απόφαση», καθώς, όπως επισημαίνουν στην «Καθημερινή», της δόθηκαν μόνο πέντε ημέρες για να απαντήσει στις παρατηρήσεις του υπουργείου Ανάπτυξης –ενώ σε άλλη πολυεθνική δόθηκαν 30 ημέρες– και όταν η Unilever έστειλε την πολυσέλιδη ένστασή της, αυτή απορρίφθηκε από το υπουργείο μετά μόλις τρεις ώρες.
Η αμφισβήτηση του τρόπου υπολογισμού του προστίμου δεν προέρχεται μόνο από τη Unilever. Μάλιστα, όπως έχει γράψει ήδη η «Καθημερινή», δεν αποκλείεται να υπάρξει από μία ή και περισσότερες πολυεθνικές προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση εκδηλώνεται από πολυεθνικές που έχουν και παραγωγική δραστηριότητα στην Ελλάδα, με «προειδοποιήσεις» περί αποεπένδυσης από τη χώρα, προσθέτοντας ανεπισήμως ότι «εάν η κυβέρνηση επιθυμεί να πωλούνται σε χαμηλότερες τιμές τα προϊόντα των πολυεθνικών, να μειώσει το εργατικό κόστος». Θα πρέπει, βεβαίως, να σημειωθεί ότι αρκετά από τα προϊόντα των δύο πολυεθνικών δεν παράγονται στην Ελλάδα, με μία εκ των δύο να έχει μόνο εμπορική δραστηριότητα στη χώρα. Συχνό επιχείρημα των πολυεθνικών για τις υψηλές τιμές στην Ελλάδα είναι ότι τα προϊόντα που πωλούνται εδώ είναι υψηλότερης ποιότητας από τα αντίστοιχα σε άλλες χώρες και για αυτό είναι ακριβότερα.
Τα κόλπα
Πέρα, βεβαίως, από την πραγματικότητα του υψηλού εργατικού κόστους που μπορεί να υπάρχει στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες, το κόστος των πωλούμενων μπορεί να ανεβαίνει και τεχνηέντως από τις ίδιες τις εταιρείες, έτσι ώστε να δικαιολογούν τις αυξήσεις στις τιμές λιανικής. Ποιες είναι οι συνηθέστερες πρακτικές; Οι μητρικές επιβάλλουν στις θυγατρικές τους πολύ υψηλά δικαιώματα χρήσης των σημάτων (royalties), οι θυγατρικές αγοράζουν από τις μητρικές σε υψηλές τιμές προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και επίσης οι μητρικές δανείζουν τις θυγατρικές με πολύ υψηλά επιτόκια. Το εάν οι παραπάνω πρακτικές θυμίζουν κάπως τη φράση «βγάζω τα λεφτά από τη μία τσέπη και τα βάζω στην άλλη» είναι κάτι που κανονικά πρέπει να εντοπίζεται στο πλαίσιο των ελέγχων –ελέγχων φορολογικών– για τις ενδοομιλικές συναλλαγές.
Καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις πολυεθνικών εταιρειών να τιμολογούν υψηλότερα τα προϊόντα τους στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες διαδραματίζει το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις αποτελούν ολιγοπώλια, δεν υπάρχει δηλαδή στην πραγματικότητα μεγάλος ανταγωνισμός, δεν υπάρχει σημαντική εγχώρια παραγωγή, ενώ σε κάποιες κατηγορίες είναι πολύ χαμηλή η διείσδυση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι κατηγορίες των απορρυπαντικών και του βρεφικού γάλακτος.
Η έρευνα
Οι δύο εταιρείες στις οποίες επιβλήθηκαν χθες τα πολύ υψηλά πρόστιμα είναι οι ίδιες για τις οποίες είχε κάνει συγκριτική έρευνα τιμών η Επιτροπή Ανταγωνισμού στις αρχές της άνοιξης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι πωλούν στην Ελλάδα τα απορρυπαντικά τους κατά 113,92% έως 361% ακριβότερα σε σύγκριση με τη φθηνότερη χώρα στην Ε.Ε. που είναι η Ιρλανδία, με φθηνές επίσης χώρες –με βάση και την αγοραστική δύναμη– να είναι η Σουηδία και η Γερμανία. Κάτι που, αν μη τι άλλο, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι μπορούν –εάν το θέλουν πραγματικά– υπουργείο Ανάπτυξης και Επιτροπή Ανταγωνισμού να κάνουν τη δουλειά τους στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους με κοινό στόχο την ομαλή λειτουργία της αγοράς και την προστασία του καταναλωτή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η P&G συμμετέχει ήδη στην πρωτοβουλία για τη μόνιμη μείωση τιμής με 71 κωδικούς, ενώ στην ίδια πρωτοβουλία θα συμμετάσχει, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Καθημερινής», και η Unilever. Η μη συμμετοχή της τελευταίας μέχρι τώρα σχετιζόταν, σύμφωνα με πηγές από την εταιρεία, με το γεγονός ότι δεν είχαν ολοκληρωθεί οι σχετικές ασκήσεις – υπολογισμοί για τους κωδικούς που θα επιλεγούν.
Διαφάνεια στα φορολογικά στοιχεία
Μεγαλύτερη διαφάνεια στα φορολογικά στοιχεία των θυγατρικών εταιρειών πολυεθνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα φιλοδοξεί να επιφέρει το νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης που κατατέθηκε χθες στη Βουλή και με το οποίο ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία η κοινοτική οδηγία 2021/2101. Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι θα καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) η δήλωση στοιχείων φορολογίας εισοδήματος υποκαταστημάτων αλλοδαπών εταιρειών με έδρα σε τρίτες χώρες. Ανάλογη υποχρέωση θα έχουν μεσαίες και μεγάλες θυγατρικές επιχειρήσεις πολυεθνικών που ελέγχονται από τελική μητρική επιχείρηση, η οποία έχει ενοποιημένα έσοδα άνω των 750 εκατ. ευρώ.
Πηγή: kathimerini.gr