Συρρικνώνεται η Ελλάδα
Αν η αύξηση του πληθυσμού μιας χώρας είναι δείγμα οικονομικής και κοινωνικής ευρωστίας, ανάλογα και με τους ρυθμούς της αύξησης, η μείωσή του, και μάλιστα συστηματική και σε υψηλούς ρυθμούς, είναι δείγμα οικονομικής και κοινωνικής καχεξίας. Η Ελλάδα, δυστυχώς, ανήκει στη δεύτερη περίπτωση, σε πλήρη αντίστιξη με την επικρατούσα τάση στην Ε.Ε.
Τα συμπεράσματα αυτά τεκμαίρονται από τα στοιχεία ανακοίνωσης της Eurostat για τις μεταβολές στο πληθυσμιακό ισοζύγιο των χωρών-μελών από το 2023 (1/1/2023) στο 2024 (1/1/2024). Το βασικό εύρημα είναι ότι σε 20 χώρες της Ε.Ε. οι πληθυσμιακές μεταβολές ήταν θετικές, ενώ σε επτά αρνητικές.
Η Ελλάδα (-10.398 άτομα μεταξύ 2023 και 2024) συγκαταλέγεται στην ομάδα των επτά αυτών χωρών, και μάλιστα είναι δεύτερη (ύστερα από την Πολωνία) όσον αφορά τους ρυθμούς μείωσης, με την Ουγγαρία να ακολουθεί στην τρίτη θέση. Βεβαίως, και στην Ευρώπη δεν παρατηρείται δυναμική πληθυσμιακή αύξηση, αφού η Eurostat διαπιστώνει ότι «η παρατηρούμενη αύξηση του πληθυσμού μπορεί να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στις αυξημένες μεταναστευτικές μετακινήσεις μετά τον Covid-19 και στην εισροή εκτοπισμένων από την Ουκρανία που έλαβαν καθεστώς προσωρινής προστασίας στις χώρες της Ε.Ε.».
Το «στρατηγικό» –και πολύ επικίνδυνο– εύρημα της Eurostat για την Ελλάδα είναι ότι μεταξύ 2020 και 2024, σε 4 χρόνια, έχει χάσει πληθυσμό 321.3823 ατόμων, με τον ρυθμό μείωσης να είναι πολύ ανησυχητικός και το ισοζύγιο μεταξύ γεννήσεων και θανάτων να είναι πολύ αρνητικό για τις γεννήσεις.
«Υδροκεφαλισμός» στην γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού – Το 20% ζει στο 2,8% της έκτασης
Για να γίνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα σε σχέση με τον πληθυσμό της Ελλάδας, εκτός από το ότι βαίνει μειούμενος, τα 10,482 εκατομμύρια των κατοίκων της είναι εξαιρετικά άνισα κατανεμημένα, καθώς, οι δύο πολυπληθέστερες Περιφερειακές Ενότητες, αυτές της Θεσσαλονίκης και του Κεντρικού Τομέα Αθηνών, συγκεντρώνουν 2,09 εκατομμύρια (το 20,0% του συνολικού πληθυσμού) ενώ καταλαμβάνουν μόλις το 2,8% της έκτασης της Ελλάδας.
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, που επικαλείται το πρόσφατο ψηφιακό δελτίο του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) με θέμα «Η εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο», οι 10 δε πολυπληθέστερες από τις 74 Περιφερειακές Ενότητες – οι 6 εκ των οποίων βρίσκονται στην Περιφέρεια Αττικής – συγκεντρώνουν το 53,0% του πληθυσμού στο 12,8% της έκτασης της χώρας, ενώ στον αντίποδα, οι 10 με τον λιγότερο πληθυσμό (που είναι όλες νησιώτικες) συγκεντρώνουν μόνον το 0,86% του πληθυσμού μας (89,9χιλ.) στο 2,1% της επιφάνειας.
Ο συγγραφέας του δελτίου, καθηγητής Βασίλης Παππάς (ιδρυτικό μέλος του ΙΔΕΜ), αναλύοντας τα δεδομένα της τελευταίας απογραφής αναδεικνύει την ανισοκατανομή του πληθυσμού, η οποία είναι ακόμη εντονότερη αν εξετάσουμε την κατανομή του σε «χαμηλότερα» των Περιφερειακών Ενοτήτων επίπεδα (Δήμους και Δημοτικές Ενότητες).
Το φαινόμενο της πληθυσμιακής ανισοκατανομής καταγράφεται ακόμα πιο έντονα όταν αλλάξουμε κλίμακα και εξετάσουμε τις Δημοτικές Ενότητες σημειώνει ο κ. Παππάς, καθώς μόνον 8 από τις υφιστάμενες 1.036 έχουν μόνιμο πληθυσμό που υπερβαίνει τις 100.000 (Αθηναίων, Θεσσαλονίκης, Πατρέων, Πειραιώς, Ηρακλείου, Λαρισαίων, Περιστερίου και Αχαρνών) με τις μισές να βρίσκονται στην Περιφέρεια Αττικής, 66 δε Δημοτικές Ενότητες που βρίσκονται σχεδόν όλες στην Περιφέρεια Αττικής, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης ή αποτελούν ακόμη μέρος των πρωτευουσών αρκετών Περιφερειακών Ενοτήτων συγκεντρώνουν το 50,1% του συνολικού πληθυσμού το 2021 (5,25 εκατομμύρια) στο 4,3% της επιφάνειας.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο κ. Βασίλης Παππάς αναφέρει ότι δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το 80% του πληθυσμού μας διαμένει πλέον σε μόνον 710 από τους 13.589 οικισμούς της χώρας μας, και ότι, η εξαιρετικά άνιση αυτή κατανομή στο χώρο, αποτέλεσμα του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης και της απουσίας χωροταξικού σχεδιασμού, συνοδεύεται και από την άνιση χωρική κατανομή του εργατικού δυναμικού, των οικονομικών δραστηριοτήτων και του παραγομένου πλούτου.
Επισημαίνει δε ότι αυτό δημιουργεί, εκτός των άλλων, σοβαρά προβλήματα στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας και στην εδαφική της συνοχή, ενώ, όπως συνδυάζεται και με μια προβληματική κατανομή του πληθυσμού ανά ηλικία (αυξημένη γήρανση), έχει ήδη επηρεάσει και τον δημογραφικό δυναμισμό πολλών περιοχών με μικρές πληθυσμιακές πυκνότητες. Σε αυτές έχουμε συνήθως κάθε χρόνο, υψηλές αναλογίες θανάτων ανά γέννηση και συνεχή μείωση του πληθυσμού, γεγονός που εγείρει βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα αποφυγής της δημογραφικής τους κατάρρευσης.