Στον παλμό της αυγουστιάτικης πόλης
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”94865″ img_size=”full”][vc_column_text]Η βαλίτσα σου, γεμάτη, σε κοιτά ανέκφραστη στο σαλόνι, εκεί όπου την παράτησες όταν γύρισες από τις διακοπές, αφήνοντας μέσα της, για λίγο ακόμη, το καλοκαίρι σου, την αρμύρα της θάλασσας που μπήκες κι εξαγνίστηκες ή λίγο παχύ ίσκιο από τα δέντρα που ξεκουράστηκες. Έχεις γυρίσει από τις διακοπές ή μπορεί και να μην μπόρεσες -για διάφορους λόγους- να πας- και είσαι στην πόλη, που ζει στον παλμό της Κυριακής του καλοκαιριού.
Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί στη σκηνή τού μήνα-ορόσημο στις ζωές κάποιων που θέλουν να αλλάξουν «ρότα» από το φθινόπωρο, ενώ κάποιοι ζουν σε μια μίνι παρηγοριά, ξέροντας ότι θα ακολουθήσει ο χειμώνας που κάνει κρύο και τα βράδια είναι μεγαλύτερα, αφού τα ταΐζει η ρουτίνα.
Είναι Αύγουστος κι από το παράθυρο ή το μπαλκόνι του σπιτιού σου προσπαθείς να κρατήσεις παρουσίες. Στήνεις αυτί και αφουγκράζεσαι την καρδιά της πόλης η οποία, λιώνοντας από τη ζέστη, χτυπά πιο αργά,. Κλιματιστικά «βήχουν» για να κερδίσουν τη μάχη με τον λίβα, συναγερμοί χτυπούν προσπαθώντας να διαλύσουν τη ραστώνη που κουβαλά στις πλάτες του το θέρος.
Είναι Αύγουστος και μείναμε πίσω κάποιοι να δουλεύουμε ή να είμαστε άνεργοι ή να σχεδιάζουμε να φύγουμε ξανά για το part b των διακοπών, με τις σκέψεις να μένουν ξύπνιες, ψάχνοντας να βρούμε πού πήγε αυτό που ήμασταν, πού κρύβεται αυτό που θέλουμε να γίνουμε, πώς θα περάσουμε καλύτερα «εντός των τειχών».
Όσοι μείναμε πίσω, ας κανονίσουμε να βρεθούμε – κρίμα είναι να έχουμε μοναξιές . Όσοι φεύγετε, μη σας κρατάω άλλο, κλείστε την πόρτα πίσω σας και μη φοβόσαστε, θα φυλάμε εμείς το μαγαζί που λέγεται πόλη. Και να θυμόσαστε αυτό που είχε γράψει ο Ρώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ, σαν αέναη πυξίδα για όλες τις εποχές: «Οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, όταν είναι ευτυχισμένοι».[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]