Στον επόμενο τόνο…συγχωνεύσεις σχολείων και αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”127183″ img_size=”full”][vc_column_text]
Κίνδυνος εξαφάνισης από το εκπαιδευτικό τοπίο εκατοντάδων σχολείων και χιλιάδων εκπαιδευτικών – Χρηματοδότηση των σχολείων ανάλογα με τις επιδόσεις των μαθητών
Σε πρόσφατη ραδιοφωνική της συνέντευξη, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, με αφορμή τη συζήτηση του τελευταίου νομοσχεδίου στη Βουλή, εκτός από τη μεγάλη μείωση των εισακτέων που έχει δρομολογηθεί, σημείωσε ότι η «συνολική προσπάθεια ανάταξης του ακαδημαϊκού χάρτη», είναι υπό εξέταση σε συνεργασία με την Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ουσιαστικά, υπονόησε, ένα είδος ξεκαθαρίσματος των τμημάτων που είναι ολιγομελή, δηλώνοντας με νόημα πως τα τμήματα ΑΕΙ είναι περίπου 460 σε όλη τη χώρα και μεταξύ τους υπάρχουν αλληλοκαλύψεις.
Την ίδια ώρα, σε ψήφισμα της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, επισημαίνεται ότι οι νέες παρεμβάσεις του ΥΠΑΙΘ θα έχουν ως αποτέλεσμα «να υπάρξουν Τμήματα που θα βρεθούν με πολύ λιγότερους εισακτέους σε σχέση με πέρυσι – με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πόλη της Κοζάνης, όπου από τους 1.717 φοιτητές που εισάγονται, θα καταλήξουμε σε ένα νούμερο κοντά στους 450», ενώ η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου Βίκυ Ιακώβου δήλωσε ότι «για το Πανεπιστήμιο Αιγαίου σε κάποιες περιπτώσεις οι απώλειες θα φτάσουν το 86%»!
Αν όμως ο κίνδυνος δεκάδων εξαφάνισης Πανεπιστημιακών τμημάτων είναι πλέον ορατός δια γυμνού οφθαλμού, ένας άλλος κίνδυνος, ακόμη μεγαλύτερος είναι αθέατος καθώς το υπουργείο Παιδείας, προχωρώντας με μεθοδικότητα θέλει πρώτα να ξεμπερδεύει με την αξιολόγηση και τις επιλογές στελεχών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση καθώς και με αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Από τη μια οι σοβαρές αντιστάσεις των εκπαιδευτικών, από την άλλη τα «Λιγναδιακά» και τα προβλήματα της κυβέρνησης με τους χειρισμούς στην πανδημία που έχουν οδηγήσει σε χιλιάδες θανάτους και σε απόγνωση εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους και μικρομεσαίους, αναγκάζει και το ΥΠΑΙΘ να κρατήσει στο «μούσκιο» και να καθυστερήσει σχεδιασμούς που αλλάζουν δραματικά το εκπαιδευτικό τοπίο.
Αναφερόμαστε στις «προτάσεις» της Έκθεσης Πισσαρίδη για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση που προωθούν συγχωνεύσεις σχολείων, αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών και νέες διαδικασίες κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στις σχολικές μονάδες, ώστε να συνδεθούν με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων τα 13.000 σχολεία, οι περίπου 1,4 εκατ. μαθητές και οι πάνω από 175 χιλιάδες μόνιμοι και αναπληρωτές εκπαιδευτικοί!
Η Έκθεση Πισσαρίδη ανακαλύπτει ότι το κόστος ανά ώρα επαφής δασκάλου/καθηγητή και μαθητή στην Ελλάδα είναι ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα πάντα με τους «ειδικούς» της Έκθεσης, (α) στο μικρό μέσο μέγεθος των τάξεων στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και (β) στον σχετικά χαμηλό αριθμό ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών σε σύγκριση με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους.
Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής – διάγνωσης, που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί την πιο γλυκιά νεοφιλελεύθερη «καραμέλα» όλων των Υπουργών Παιδείας της τελευταίας 10ετίας (από τη Διαμαντοπούλου έως τον Αρβανιτόπουλο και από τον Λοβέρδο έως την Κεραμέως) έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών» μας: «Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αναλογία μαθητών – εκπαιδευτικών είναι σκόπιμο να συγκλίνει με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει η σύγκλιση του διδακτικού και εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών, η αναδιάρθρωση του ημερήσιου ωραρίου λειτουργίας και των ωρολογίων προγραμμάτων των σχολείων, καθώς και η αύξηση του μεγέθους των τάξεων (με αύξηση του ελάχιστου αριθμού μαθητών ανά τάξη). Επιπλέον είναι απαραίτητη η προώθηση συγχωνεύσεων σχολείων και η δημιουργία μεγαλύτερων εκπαιδευτικών μονάδων, που θα επιτρέψει καλύτερη αξιοποίηση των πόρων και όλων των κατηγοριών του προσωπικού τους. Ακόμη «χρειάζονται επανεξέταση και οι σημερινές διαδικασίες κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στις σχολικές μονάδες, ώστε να συνδεθούν με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων των σχολικών μονάδων θα πρέπει να δημοσιοποιούνται και να παρουσιάζονται σε συγκριτική μορφή».
Και για να μη νομίζει κανείς ότι η επιτροπή Πισσαρίδη κάνει τίποτε περισσότερο από το να «πιλοτάρει» τις «εκπαιδευτικές» προτεραιότητες των ιδεολογικών πυλώνων του κυβερνώντος κόμματος, δεν έχουμε παρά να θυμίσουμε ότι πριν λίγους μόλις μήνες οι εκπρόσωποι των σχολαρχών με «Δελτίο Τύπου» ζήτησαν να εφαρμοστούν οι “οδηγίες” του ΟΟΣΑ και να αυξηθεί το ωράριο των εκπαιδευτικών.
Η Έκθεση Πισσαρίδη χρησιμοποιεί τα στοιχεία του σχολικού χρόνου και του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούν οι μεθυσμένοι τους φανοστάτες. Όχι για να φωτιστεί αλλά για να στηριχθεί. Ωστόσο οι σκοπιμότητες αναποδογυρίζουν την πραγματικότητα.
Χρηματοδότηση σχολείων ανάλογα με τις επιδόσεις των μαθητών – πελατών τους
Η ανεξάρτητη επιτροπή Πισσαρίδη αντιλαμβάνεται τα σχολεία ως ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν στο έδαφος ενός σκληρού ανταγωνισμού (Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι ουσιαστικά «αγνοούνται» ή καταγράφονται τυπικά οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και παρεμβαίνουν αποφασιστικά στη μορφωτική εξέλιξη και τις διαδρομές στον εκπαιδευτικό βίο των μαθητών). Από τις «επιδόσεις» των μαθητών τους, θα κρίνεται η «αποδοτικότητα» των σχολείων, βάσει της οποίας θα κατανέμεται και η κρατική χρηματοδότηση.
Και εδώ είναι «όλο το ζουμί» της Έκθεσης: Η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι μεθοδεύσεις για το ωράριο των εκπαιδευτικών έχουν ιστορία
Πριν λίγα χρόνια (την περίοδο 2010-11) το υπουργείο Παιδείας, για να πείσει την κοινή γνώμη ότι οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας εργάζονται λίγο, «έδωσε τα ρέστα του» στη διαστρέβλωση των συγκριτικών στοιχείων του χρόνου εργασίας δίνοντας στοιχεία στο Δίκτυο Ευρυδίκη και στον ΟΟΣΑ με διδακτικό ωράριο των 16 ωρών! Στη συνέχεια τα «πρόθυμα» ΜΜΕ «ανακάλυψαν» τους μαθητές «που βρίσκονται στην πιο κρίσιμη φάση της ζωής τους», συμμερίστηκαν τους γονείς «που αγωνιούν για την τύχη των παιδιών τους», και τραβώντας το νήμα στα άκρα έπαιξαν το γνωστό τους ρεφρέν με τους «βολεψάκηδες καθηγητές», τους «ιδιαιτεράκηδες», τους «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας».
Η επιχειρηματολογία και τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται τώρα και χρησιμοποιήθηκαν και τότε είναι παραπλανητικά, επιλεκτικά και αναξιόπιστα ενώ τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας.
Παράλληλα «ξεφωνίζει» ένα μείζον θέμα εγκυρότητας των στατιστικών αναλύσεων της Εκθεσης που ουσιαστικά για να βρει την αναλογία εκπαιδευτικών- μαθητών απλά κάνει μια διαίρεση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών με τον συνολικό αριθμό των μαθητών χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης της χώρας μας με τα πάρα πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά.
Η αλήθεια που κρύβεται τώρα και κρύφτηκε και τότε με επιμέλεια με την βοήθεια των δημοσιογράφων – υπηρεσίας είναι ότι οι Έλληνες καθηγητές διδάσκουν κατά κανόνα περισσότερο από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους, επιβαρύνονται με περισσότερα καθήκοντα και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας για το σπίτι – και όλα αυτά με περίπου τις μισές ετήσιες αποδοχές.
Ωστόσο, όπως το 2013, με την παραπάνω τακτική, το ΥΠΑΙΘ αύξησε το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών ενώ την ίδια περίοδο «απογείωσε» τα εξωδιδακτικά τους καθήκοντα έτσι και τώρα, στην ίδια ρότα, η «σοφή» Επιτροπή Πισσαρίδη, ξεδιπλώνει τη λογική της σαν μαθηματική εξίσωση που δεν «σηκώνει» άλλη λύση από αυτή που η ίδια προτείνει.
Στόχος η δημιουργία των φθηνών μαζικών σχολείων
Από την Έκθεση του ΟΟΣΑ του 2011 μέχρι και το 3ο Μνημόνιο (του 2015), διατυπώνεται η οδηγία ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων πρέπει να αποτελέσει ένα από τα βασικά manual της πολιτικής του υπουργείου Παιδείας.
Τι ισχυρίζονται ο ΟΟΣΑ και η Έκθεση Πισσαρίδη: «Είναι αναποτελεσματικό το δίκτυο μικρών σχολείων, μικρός αριθμός μαθητών ανά δάσκαλο και μικρό μέγεθος τάξης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μικρά σχολεία. Περισσότερα από 1.300 Δημοτικά σχολεία έχουν λιγότερους από 25 μαθητές και περισσότερα από 250 Γυμνάσια και 70 Λύκεια έχουν λιγότερους από 50 μαθητές. Ελάχιστα σχολεία έχουν εγγεγραμμένους περισσότερους από 400 μαθητές και είναι κυρίως σχολεία ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».
Και αφού καταλήγουν στη διάγνωση, μετά προτείνουν και τη «θεραπευτική αγωγή»: Εξορθολογισμός του σχολικού δικτύου σύμφωνα με τον οποίο τα ελάχιστα μεγέθη κυμαίνονται σε: 75 μαθητές στα δημοτικά σχολεία, 150 μαθητές στα Γυμνάσια, 250 μαθητές στα Λύκεια. Τι σημαίνει αυτό; Εξαφάνιση από το εκπαιδευτικό τοπίο του 15-20% των σχολικών μονάδων. Η εμπειρία των συγχωνεύσεων της περιόδου Διαμαντοπούλου δείχνει ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων συνδέονται εκτός των άλλων με την εξοικονόμηση μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών.
Πηγή: alfavita.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]