Διονύσης Σιμόπουλος: Ο «μαύρος» Αύγουστος του 2007 ο Μίκης και ο Άι-Γιάννης
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”117582″ img_size=”full”][vc_column_text]Γρύλλος, Ολυμπίας: 24 Αυγούστου 2007:
«Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε όταν τους λησμονάνε» Κώστας Ουράνης
Στα τέλη εκείνου του Αυγούστου του 2007 ολόκληρη η επαρχία Ολυμπίας, μια από τις πιο καταπράσινες περιοχές της χώρας μας, είχε μετατραπεί σ’ έναν πραγματικό “κρανίου τόπο”. Οι καταστροφικές πυρκαγιές, που σάρωσαν όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας εκείνο τον Αύγουστο, έπληξαν ιδιαίτερα την επαρχία Ολυμπίας και άφησαν πίσω τους μόνο αποκαΐδια και νεκρούς. Κι όμως μερικές ημέρες νωρίτερα τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Εκείνο το βράδυ στις αρχές Αυγούστου ήταν μια από τις πιο όμορφες νύχτες του Αυγούστου όταν σε ένα πραγματικά ειδυλλιακό τοπίο, στις όχθες του Αλφειού ποταμού, πάνω στον μικρό πευκόφυτο λοφίσκο του Αη-Γιάννη των Μακρυσίων, μερικά χιλιόμετρα μακριά από το Ολυμπιακό Άλσος και μερικές μόνον εκατοντάδες μέτρα μακριά από το υποστατικό στο οποίο έζησε για 20 χρόνια ο Ξενοφώντας, ο ουρανός γέμιζε με τις μελωδίες του Μίκη.
Κάθε Δεκαπενταύγουστο, σ’ αυτό το “ξωκλήσι της ξενιτιάς”, όπως έχει βαφτιστεί, διοργανώνεται μια συναυλία από τον δραστήριο συμπατριώτη και φίλο, στιχουργό (μεταξύ άλλων) Giannis Tzouanopoulos . Στις γιορτές αυτές φιλοξενούνται ορισμένοι από τους καλύτερους καλλιτέχνες της χώρας μας και την χρονιά εκείνη οι γιορτές ήταν αφιερωμένες στον Μίκη Θεοδωράκη και στον “περιπλανώμενο Οδυσσέα” και στην “Οδύσσεια”, το νέο τότε μουσικό του έργο. Όπως ήταν φυσικό η βραδιά δεν περιορίστηκε σ’ ένα μόνο έργο του μεγάλου μας συνθέτη, αλλά ακούστηκαν επίσης και πολλά από τα παλαιότερα έργα του, ελεύθερα για όλους τους κατοίκους και τους επισκέπτες της γύρω περιοχής, κι όχι μόνο. Γιατί η συναυλία μεταδίδονταν απ’ ευθείας από την ΕΡΑ-5, τον ραδιοφωνικό σταθμό που ακούγεται στα πέρατα του κόσμου, για τον απόδημο ελληνισμό “όπου γης”.
Κι όπως συνήθως συμβαίνει σε κάτι τέτοιες στιγμές, οι στίχοι των τραγουδιών του Μίκη περνούσαν από το πάλκο στη μεγάλη αλάνα και στα στόματα των θεατών που σιγοψιθύριζαν, μαζί με τους τραγουδιστές, τα υπέροχα λόγια της σύγχρονης ελληνικής ποίησης που μ’ αυτό τον τρόπο έχουν γίνει κτήμα του λαού μας: μια ακόμη ξεχωριστή προσφορά του Θεοδωράκη σ’ αυτή τη χώρα. Οι μουσικές νότες της ορχήστρας πλανιόνταν ανάμεσα στις βελόνες και τα κουκουνάρια των πεύκων και χάνονταν ψηλά στον νυχτερινό ουρανό για να συναντήσουν θαρρείς “την Πούλια και τον Αυγερινό” του τραγουδιού. Και πράγματι, εκείνη την ώρα από την Ανατολή άρχισε να ξεπροβάλλει ο αστερισμός του Ταύρου κουβαλώντας στην πλάτη του το πανέμορφο αστρικό σμήνος των Πλειάδων, αυτό που ο λαός μας, εδώ και αιώνες τώρα, έχει ονομάσει Πούλια.
Κι όμως μερικές μέρες αργότερα ήρθε το κακό με την τεράστια εκείνη φωτιά που την καθοδηγούσε ο “στρατηγός άνεμος”. Μια φωτιά που άφησε πίσω της αποκαΐδια και νεκρούς. Στη μνήμη εκείνων των νεκρών ο Γιάννης έγραψε ένα τραγούδι-μοιρολόι που δεν μας αφήνει να τους ξεχάσουμε όσα χρόνια κι αν περάσουν. Γιατί, παρ’ όλο που στα 13 χρόνια που πέρασαν από τότε οι καμένες ελιές και τα πεύκα έχουν και πάλι αναστηθεί και φουντώσει, δεν έγινε το ίδιο και με τους ανθρώπους που έφυγαν για πάντα από κοντά μας:
“Μια πυρκαγιά στο στήθος ίσια
έντυσε μαύρα τα Μακρίσια
αστέρι μου, αστέρι μου.
Μια κόκκινη σε τύλιξε οχιά
ποια να σε κλάψει μάνα,
γι αυτό τον Αύγουστο φονιά
μιλάει η καμπάνα,
κλαίει απ’ το καμπαναριό
κλαίει κι όλο το χωριό
λεβέντη μου, λεβέντη μου.”
[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]