Πρωτομαγιά: από το Σικάγο μέχρι τον αιματοβαμμένο επιτάφιο
Ο διάσημος πίνακας Quarto Stato (η τέταρτη τάξη) του Giuseppe Pellizza da Volpedo που αποτυπώνει τις εργατικές κινητοποιήσεις στην Ιταλία των αρχών του 20ού αιώνα.
Από το αιµατοκύλισµα των εργατών στο Σικάγο που οδήγησε στην καθιέρωση του οκταώρου, στην ελληνική Πρωτομαγιά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
Η 1ηΜαϊου του 1886 ήταν µια θαυμάσια ημέρα για το πολεοδομικό συγκρότημα του Σικάγου από άποψη καιρού. Όλα φαινομενικά ήταν ήσυχα. Τα εργοστάσια άδεια, οι αποθήκες κλειδαµπαρωµένες, τα φορτηγά βαγόνια ξεκουράζονταν στις ράγες, οι περισσότεροι δρόμοι σχεδόν έρημοι, οι οικοδομές παρατημένες, ενώ από τα µαυρισµένα φουγάρα των εργοστασίων δεν έβγαινε καπνός. Κι όμως, ήταν Σάββατο, ημέρα εργάσιμη για εκείνη την εποχή στις Ηνωµένες Πολιτείες.
Οι εργάτες της περιοχής, ωστόσο, αντί να φορέσουν τη φόρµα της δουλειάς αποφάσισαν να βάλουν τα καλά τους ρούχα και να κατευθυνθούν µαζί µε τις γυναίκες και τα παιδιά τους στην κεντρική λεωφόρο διαδηλώνοντας για τις άθλιες συνθήκες που βίωναν και κυρίως για την προοπτική καθιέρωσης οκτάωρης εργασίας έναντι της δεκάωρης, της δωδεκάωρης και ενίοτε της δεκατετράωρης που τους υποχρέωναν να κάθονται τα αφεντικά τους. Πάνω από 80.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν εκείνη την ηµέρα στην πόλη, ενώ ανάλογες κινητοποιήσεις πραγµατοποιήθηκαν και σε άλλες περιοχές της χώρας. Υπολογίζεται ότι πρέπει να απήργησαν τότε περίπου 340.000 εργάτες από 1.200 εργοστάσια.
Η πρώτη διαδήλωση και η μοιραία βόμβα
Εκείνη την ηµέρα δεν σηµειώθηκαν έκτροπα, ήταν όµως η αρχή ενός τεράστιου απεργιακού κύµατος που θα σάρωνε το εργατικό κίνηµα τα επόµενα εικοσιτετράωρα. Την Κυριακή οι εργάτες που κατεβαίνουν εκ νέου στους δρόµους είναι πολλαπλάσιοι, ενώ τη ∆ευτέρα 3 Μαΐου οι κινητοποιήσεις κορυφώνονται. Την ώρα που εργάτες διαδηλώνουν κατά των απεργοσπαστών έξω από το εργοστάσιο θεριστικών µηχανώνΜcCormick, η Αστυνοµίαπροκειµένου να επιβάλει την τάξη δεν επιλέγει απλώς να ασκήσει σωµατική βία, αλλά χρησιµοποιεί ευθέως τα όπλα. Πυροβολεί εν ψυχρώ κατά των εργατών σκοτώνοντας τέσσερα άτοµα και τραυµατίζοντας αρκετά ακόµη την ώρα που έτρεχαν να κρυφτούν από τις σφαίρες. Είναι η αρχή του αιµατοκυλίσµατος. Στις 4 Μαΐου, η ευάριθµη αυτήν τη φορά εργατική τάξη του Σικάγου, εξαιτίας των όσων είχαν προηγηθεί, διαδηλώνει υπό βροχή στην πλατεία Haymarket, όταν ξαφνικά σκάει µιαβόµβα σκοτώνοντας έναν αστυνοµικό και τραυµατίζοντας πάνω από 70. Οι δυνάµεις ασφαλείας µετά το πρώτο σοκ επιχειρούν να ανασυνταχθούν.
Αρχίζουν να πυροβολούν αδιακρίτως προς το πλήθος σκοτώνοντας ένα άτοµο και τραυµατίζοντας αρκετά άλλα. Μέχρι και σήµερα δεν γνωρίζουµε ποιος ήταν εκείνος που είχε τοποθετήσει τη βόµβα. Επρόκειτο για αντίποινα των εργατών; Ηταν προβοκάτσια ή κάποιος αναρχικός έδρασε µόνος του; Ενδεχοµένως και να µην το µάθουµε ποτέ. Για τη βοµβιστική επίθεση συνελήφθησαν οκτώ ηγετικά στελέχη του εργατικού κινήµατος, χωρίς, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, να έχουν καµίαεµπλοκή στο γεγονός. Εξ αυτών οι τέσσερις θα απαγχονιστούν ένας θα βρεθεί νεκρός στο κελί του και τρεις θα καταδικαστούν σε καταναγκαστικά έργα αρκετών ετών.
Εργατικές κατακτήσεις
Οι κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν την Πρωτομαγιά του 1886, όµως, είχαν ως αποτέλεσµα την κατάκτηση της οκτάωρης εργασίας που εφαρµόστηκε σε περίπου 185.000 εργάτες, ενώ τουλάχιστον άλλοι 200.000 είδαν την καθηµερινήπαραµονή τους στον τόπο εργασίας να µειώνεται από τις 12 ώρες στις δέκα ή τις εννέα. Παράλληλα αρκετές βιοµηχανίεςσταµάτησαν την κυριακάτικη απασχόληση, ενώ το Σάββατο άρχισε δειλά δειλά να καθιερώνεται ως ηµιαργία. Επειτα απ’ όλα αυτά, φάνταζε λογικό να υιοθετηθεί η Πρωτοµαγιά ως ηµέρα απεργίας της εργατικής τάξης, που άρχισε να γιορτάζεται τέσσερα χρόνια αργότερα, από το 1890.
1893: Η ελληνική Πρωτομαγιά
O εορτασμός της εργατικής Πρωτοµαγιάς στη χώρα µας πραγµατοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1893, αλλά… µία ηµέρα αργότερα από την καθιερωµένη. Με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου (που είχε ιδρύσει τρία χρόνια νωρίτερα ο πρόδροµος του σοσιαλιστικού κινήµατος στην Ελλάδα Σταύρος Καλλέργης), πραγµατοποιήθηκε συγκέντρωση χιλιάδων εργαζοµένων στο Παναθηναϊκό Στάδιο την Κυριακή 2 Μαΐου εκείνης της χρονιάς, καθότι η πρωτοµηνιά που έπεφτε Σάββατο ήταν εργάσιµη. Ντυµένοι µε τα καλά τους ρούχα, όπως είχαν κάνει και οι συνάδελφοί τους στο Σικάγο το 1886, και έχοντας κόκκινες κονκάρδες στο πέτο, οι συγκεντρωµένοι ενέκριναν ψήφισµα µε το οποίο ζητούσαν την εφαρµογή της οκτάωρης εργασίας, την καθιέρωση της Κυριακής ως ηµέρας αργίας για τα καταστήµατα, την απονοµή σύνταξης σε όσους τραυµατίζονται σοβαρά στη δουλειά τους ώστε να µπορούν να συντηρούνται οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.
Το ψήφισµα απέσπασε 2.000 υπογραφές εργαζοµένων και επιδόθηκε στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου αρκετούς µήνες αργότερα, την 1η ∆εκεµβρίου του 1893, από τον ίδιο τον Σταύρο Καλλέργη, ο οποίος κατόπιν ανέβηκε στο δηµοσιογραφικό θεωρείο της αίθουσας της Ολοµέλειας (που τότε ήταν ακόµη στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, επί της οδού Σταδίου) περιµένοντας µε ανυποµονησία να αναγνωστεί. Ωστόσο ο πρόεδρος του Σώµατος κωλυσιεργούσε «και ησχολείτο εις την ανάγνωσιν έτερων αναφορών προερχοµένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγµατευοµένων κατά το µάλλον και ήττον περί ανέµων και υδάτων», όπως θα γράψει αργότερα στην εφηµερίδα «Σοσιαλιστής» ο Καλλέργης.
Πρωτοµαγιά του 1936 οι κινητοποιήσεις κλιµακώνονται, αλλά ακόµη δεν παρατηρούνται αξιοσηµείωτα έκτροπα. Στις 8 Μαΐου όµως, η Αστυνοµία στήνει απέναντι από τα οδοφράγµατα των εργατών πολυβόλα και την εποµένη, ηµέρα Σάββατο, τα χρησιµοποιεί κατά του πλήθους! Επικρατεί πανικός. Πρώτος νεκρός από τις βολίδες πέφτει ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας, ώρα 10.30 το πρωί. Η σφαίρα έχει διαπεράσει το κρανίο του, από το ένα αυτί στο άλλο. Σύντροφοί του από το ΚοµµουνιστικόΚόµµα ξηλώνουν µια πόρτα και µεταφέρουν πάνω της το νεκρό κορµί και οργισµένοι κατευθύνονται προς το ∆ιοικητήριο. Κάποιοι βάφουν κόκκινα τα µαντίλια τους από το αίµα του άτυχου νεαρού που έτρεχε στους κροτάφους. Μέσα στις επόµενες ώρες θα σκοτωθούν άλλοι εννέα εργάτες
Την Κυριακή 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δηµοσιεύει τη φωτογραφία της θρηνούσας µάνας στην πρώτη σελίδα και ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει συγκλονισµένος το ρεπορτάζ. Τα µάτια του µεγάλου ποιητή όµως δεν µπορούν να ξεκολλήσουν από την ανατριχιαστική εικόνα. Αν και βασανίζεται από τη φυµατίωση, κλείνεται στη σοφίτα του δύο µερόνυχτα και κάνοντας αιµοπτύσεις ξεκινά να γράφει συγκλονισµένος τον «Επιτάφιο», µια σειρά από 14 θρηνητικά ποιήµατα σε οµοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, που χρόνια αργότερα θα µελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης. «Γιε µου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων µου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς µου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲτῆς ἐρηµιᾶς µου. Πῶς κλείσαντὰ µατάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶδὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»…