Πώς οι αυξανόμενες παγκόσμιες θερμοκρασίες επιδρούν στην οικονομική δραστηριότητα – Έκθεση ΔΝΤ
Μια νέα μελέτη του ΔΝΤ φέρνει στο φως τις ολοένα και πιο καταστροφικές επιπτώσεις που έχουν οι αυξανόμενες παγκόσμιες θερμοκρασίες στην οικονομική δραστηριότητα, με τις επιπτώσεις να διαφέρουν δραματικά ανάλογα με την περιοχή και τους τομείς της οικονομίας.
Γράφει ο Θανάσης Κουκάκης
Με την παγκόσμια μέση θερμοκρασία να έχει αυξηθεί κατά 1,1 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προ-βιομηχανικά επίπεδα, η έρευνα υπογραμμίζει την άμεση ανάγκη οι χώρες να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες και στις οικονομικές προκλήσεις που αυτές προκαλούν.
Σύμφωνα με την έρευνα του ΔΝΤ, η οποία βασίζεται σε δεδομένα από προηγμένες οικονομίες, αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι αυξημένες εποχιακές θερμοκρασίες πλήττουν ιδιαίτερα τη γεωργία και τη βιομηχανία στις φτωχότερες χώρες.
Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου την άνοιξη οδηγεί σε σημαντική επιβράδυνση της αγροτικής παραγωγής, με τη μείωση της παραγωγικότητας να φτάνει το 0,8% μέσα στην ίδια εποχή. Η πτώση της παραγωγικότητας συνεχίζεται κατά τους θερινούς και φθινοπωρινούς μήνες, καθώς οι καύσωνες και οι ακραίες θερμοκρασίες πλήττουν περαιτέρω τις καλλιέργειες και τις βιομηχανικές δραστηριότητες.
Η βιομηχανία, ένας κρίσιμος τομέας για πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες, υφίσταται επίσης σημαντικές απώλειες λόγω της αυξανόμενης θερμότητας. Εργοστάσια και βιομηχανικές μονάδες δυσκολεύονται να διατηρήσουν την παραγωγή τους σε κανονικά επίπεδα, καθώς οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν, προκαλώντας διακοπές στην παραγωγική διαδικασία και αυξάνοντας το κόστος συντήρησης και ενέργειας.
Οι θερμότεροι χειμώνες, αν και ευνοούν την αγροτική παραγωγή σε ορισμένες περιπτώσεις, προσφέρουν μόνο προσωρινή ανακούφιση, καθώς οι μεγαλύτερες προκλήσεις παρουσιάζονται την άνοιξη και το καλοκαίρι, με τον αντίκτυπο να αυξάνεται σταδιακά χρόνο με το χρόνο.
Οι αναπτυγμένες οικονομίες, όπως η Ελλάδα, αν και λιγότερο εξαρτώμενες από τη γεωργία, δεν είναι απαλλαγμένες από τις αρνητικές συνέπειες των αυξανόμενων θερμοκρασιών. Στις πλούσιες χώρες, η άνοδος της θερμοκρασίας την άνοιξη επηρεάζει αρνητικά όλους τους βασικούς τομείς – γεωργία, βιομηχανία και υπηρεσίες. Παρά το γεγονός ότι ο αγροτικός τομέας έχει μικρότερο ρόλο στις προηγμένες οικονομίες, οι ευρύτερες επιπτώσεις για την οικονομική ανάπτυξη είναι ανησυχητικές.
Η βιομηχανία, ιδίως, αντιμετωπίζει αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω των ακραίων θερμοκρασιών, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών, που στηρίζεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα και τις συνθήκες εργασίας, πλήττεται επίσης από τις υψηλές θερμοκρασίες, ειδικά κατά τους θερινούς μήνες.
Η νέα μελέτη διαφοροποιείται από προηγούμενες έρευνες, καθώς εστιάζει στις βραχυπρόθεσμες εποχιακές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, αντί να βασίζεται στα ετήσια μέσα επίπεδα. Η προσέγγιση αυτή αποκαλύπτει ότι οι ακραίες θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων εποχών του χρόνου έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα από ό,τι θα έδειχνε μια ανάλυση που εστιάζει μόνο στους ετήσιους μέσους όρους.
Για παράδειγμα, ενώ η μέση ετήσια θερμοκρασία σε περιοχές όπως η Ουάσιγκτον το 2021 ήταν περίπου 20 βαθμοί Κελσίου, οι καθημερινές θερμοκρασίες ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ παγωμένων χειμώνων και καυτών καλοκαιριών, με τις ακραίες θερμοκρασίες να επηρεάζουν άμεσα την οικονομική δραστηριότητα.
Αυτό το μοντέλο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για την κατανόηση του πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει συγκεκριμένους τομείς, όπως η γεωργία, οι κατασκευές και ο τουρισμός, που εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες.
Οι αγρότες σε περιοχές με έντονα καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες μπορεί να δουν προσωρινά οφέλη από τις πιο ζεστές χειμερινές περιόδους, όμως οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες μειώνουν την παραγωγικότητα και επηρεάζουν αρνητικά τη συνολική απόδοση των καλλιεργειών.
Η μελέτη επίσης προειδοποιεί ότι οι αρνητικές επιπτώσεις των αυξανόμενων θερμοκρασιών γίνονται πιο έντονες με την πάροδο του χρόνου. Ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι βιομηχανικές και γεωργικές δραστηριότητες μειώνονται σταδιακά, οδηγώντας σε απώλειες εισοδημάτων και επενδύσεων. Αντίστοιχα, οι προηγμένες οικονομίες βλέπουν αυξημένα κόστη σε τομείς όπως η ενέργεια και οι υπηρεσίες, που είναι ευάλωτοι στην κλιματική αλλαγή.
Η μελέτη τονίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη επένδυση σε μέτρα προσαρμογής, όπως η χρήση ανθεκτικών στην ξηρασία καλλιεργειών και η αναβάθμιση υποδομών για την αντιμετώπιση υψηλότερων θερμοκρασιών. Ωστόσο, τα τρέχοντα μέτρα κρίνονται ανεπαρκή. Αν οι θερμοκρασίες συνεχίσουν να αυξάνονται με τους τρέχοντες ρυθμούς, οι οικονομικές συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές, με ολόκληρους τομείς της οικονομίας να υφίστανται μη αναστρέψιμες απώλειες.
Παρά τα σαφή ευρήματα της έρευνας, οι ερευνητές του ΔΝΤ επισημαίνουν ότι μεγάλο μέρος της ζημιάς μπορεί ακόμα να αποφευχθεί, εάν οι κυβερνήσεις λάβουν αποφασιστικά μέτρα για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την υλοποίηση στρατηγικών προσαρμογής που προστατεύουν καλύτερα τις οικονομίες τους.
«Η οικονομική επίδραση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι ένα μελλοντικό πρόβλημα, αλλά μια παρούσα πραγματικότητα», καταλήγει η έκθεση, προσθέτοντας ότι η γρήγορη προσαρμογή των χωρών είναι κρίσιμη για την αποφυγή μεγαλύτερων οικονομικών συνεπειών στο μέλλον.
Αναδημοσίευση από dnews.gr