Η ιστορία της «Λίγκας κατά των μασκών»: Πόλεμος της μάσκας και το 1918 με την ισπανική γρίπη
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”118291″ img_size=”full”][vc_column_text]Φίμωτρα, βακτηριο-ασπίδες και παγίδες σκόνης. Αυτές είναι κάποιες από τις ονομασίες που χρησιμοποιήθηκαν, κατά καιρούς, για να περιγράψουν τις χειρουργικές μάσκες. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι τους έκαναν να μοιάζουν σαν γουρούνια με ρύγχος, ενώ άλλοι άνοιξαν οπές για να μπορούν ανενόχλητοι να καπνίσουν το πούρο τους. Κάποιοι τις τοποθετούσαν στα σκυλιά τους, ενώ άλλοι τις φορούσαν για να ληστέψουν τράπεζες.
Πριν από περίπου 100 χρόνια, το 1918, όταν η ισπανική γρίπη μαινόταν στις ΗΠΑ, οι μάσκες από γάζα ή τουλπάνι αποτέλεσαν την πρώτη γραμμή πυρός κατά του ιού. Ομως, όπως και σήμερα, έσπειραν πολιτική διχόνοια. Οι υγειονομικοί φορείς, ακριβώς όπως σήμερα, καλούσαν τον κόσμο να τις χρησιμοποιεί για να περιοριστεί η διασπορά της νόσου. Ομως, και πριν από εκατό χρόνια, πολλοί αντιστάθηκαν δυναμικά στο μέτρο.
Το 1918 και το 1919, όταν μπαρ, εστιατόρια, θέατρα και σχολεία παρέμεναν κλειστά λόγω της ισπανικής γρίπης, οι μάσκες μεταβλήθηκαν σε σύμβολο κυβερνητικού παρεμβατισμού και πυροδότησαν διαδηλώσεις, συλλογές υπογραφών και συγκεντρώσεις ανυπότακτων πολιτών. Την ίδια στιγμή της «μεγάλης άρνησης», χιλιάδες Αμερικανοί πέθαιναν από τη γρίπη.
Πρώτο στην υποχρεωτική επιβολή μάσκας ήταν το Σαν Φρανσίσκο. Κάποιος κάτοικός του, επιστρέφοντας από το Σικάγο, «έφερε» μαζί του ιό. Στα τέλη Οκτωβρίου 1918, η πόλη, που κατέγραφε 7.000 κρούσματα, επέβαλε τη χρήση μάσκας, όπως και άλλες έξι πόλεις (Σιάτλ, Οκλαντ, Σακραμέντο, Ντένβερ, Ινδιανάπολη και Πασαντίνα).
Φυσικά, οι αρνητές της έβρισκαν κάθε είδους δικαιολογία για να μην καλύψουν το πρόσωπό τους. Διαμαρτύρονταν για την εμφάνιση, την άνεση και την ελευθερία τους, αδιαφορώντας για το ότι μόνο τον Οκτώβριο κατέληξαν από τη γρίπη 195.000 Αμερικανοί. Οταν ένα μήνα αργότερα, το μεσημέρι της 21ης Νοεμβρίου, η υποχρεωτική χρήση μάσκας ήρθη, οι καμπάνες των εκκλησιών ήχησαν και ολόκληρη η πόλη γιόρτασε την ελευθερία της. Όπως ανέφερε η εφημερίδα The San Francisco Chronicle, πολλοί πέταξαν τις μάσκες τους στο έδαφος και τις ποδοπατήσαν. Τα μπαρ κερνούσαν τον κόσμο ποτά και τα παγωτοπωλεία χάριζαν παγωτό.
Τα πεζοδρόμια είχαν καλυφθεί από χιλιάδες τετραγωνικά γάζας, «απομεινάρια ενός βασανιστικού μήνα».
Κανείς, δυστυχώς, δεν είχε υπολογίσει το δεύτερο κύμα της πανδημίας. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1918, μετά τη νέα έξαρση των κρουσμάτων, το δημοτικό συμβούλιο του Σαν Φρανσίσκο επανέφερε το μέτρο και αντιμετώπισε δυναμική αντιπολίτευση. Στα τέλη του χρόνου, εξουδετερώθηκε εκρηκτικός μηχανισμός έξω από το γραφείο του επικεφαλής των υπηρεσιών υγείας της πόλης, δρος Ουίλιαμ Σάκνερ. «Η κατάσταση ήταν εκρηκτική και επικίνδυνη, επειδή ο κόσμος έχανε χρήματα», επισημαίνει ο Μπράιν Ντόλαν, ιστορικός της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας.
Η νέα επιβολή της μάσκας προκάλεσε τη δημιουργία της «Λέγκας κατά των μασκών», γεγονός που μαρτυρεί ότι η αντίσταση ενισχυόταν στις πόλεις όπου είχαν προσπαθήσει να επιβάλουν το μέτρο. Επικεφαλής της Λέγκας ήταν η δικηγόρος Ε. Χάρινγκτον, κοινωνική ακτιβίστρια και φανατική πολιτική αντίπαλος του δημάρχου του Σαν Φρανσίσκο. Εξι άλλες γυναίκες στελέχωσαν τη Λέγκα, ενώ συμμετείχαν και κάποιοι άνδρες, εκπροσωπώντας εργατικά σωματεία. Η μάσκα, πλέον, είχε εξελιχθεί σε πολιτικό σύμβολο.
Συνολικά, η πανδημία προκάλεσε τον θάνατο 675.000 Αμερικανών ή 30 ανά χίλιους κατοίκους του Σαν Φρανσίσκο, που επλήγη με ιδιαίτερη δριμύτητα.
Η ιστορία της «Λέγκας κατά των μασκών» έχει κεντρίσει και φέτος το ενδιαφέρον. Η σημερινή αντίσταση στις μάσκες παραπέμπει και εκφράζεται, εκατό χρόνια μετά, μέσα από τη φωνή ενός σιδηροδρομικού υπαλλήλου, του Φρανκ Κοτσινίλια, ο οποίος συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1919 επειδή δεν φορούσε μάσκα και εξήγησε στον δικαστή ότι «δεν πρόκειται να κάνει οτιδήποτε που δεν εναρμονίζεται με τα αισθήματά του». Καταδικάστηκε σε πενθήμερη φυλάκιση και, οδηγούμενος στη φυλακή, δήλωσε: «Μου αρέσει. Στη φυλακή δεν χρειάζεται να φορέσω μάσκα».
Πηγή: Καθημερινή[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]