Πλούσια η χλωρίδα και πανίδα του αρχαιολογικού χώρου Ολυμπίας
Ξεκινά το έργο της καταγραφής της βιοποικιλότητας 20 αρχαιολογικών χώρων μεταξύ των οποίων και η Αρχαία Ολυμπία
- Η Πρωινή παρουσιάζει σήμερα έρευνα της εταιρίας ΑΤΕΠΕ για τα είδη φυτών, πτηνών και ερπετών που διαβιούν σήμερα ανάμεσα στα μνημεία
Επιμέλεια Ελένη Παπαδοπούλου
Ξεκινά εντός των προσεχών ημερών το έργο της καταγραφής της βιοποικιλότητας σε 20 από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας μεταξύ των οποίων και η Αρχαία Ολυμπία, στο πλαίσιο Προγραμματικής Σύμβασης που υπεγράφη τον Αύγουστο του 2022 μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού, του Υπουργείου Περιβάλλοντος, του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής συνολικού προϋπολογισμού 285.500 ευρώ.
Κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της Επιτροπής Παρακολούθησης της προγραμματικής σύμβασης, που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη στα γραφεία του ΟΦΥΠΕΚΑ, συζητήθηκαν οι άξονες και οι κατευθύνσεις για την υλοποίηση του έργου, προκειμένου οι σαράντα οκτώ επιστήμονες από πέντε Πανεπιστημιακά Ιδρύματα της χώρας, ένα ινστιτούτο και ένα ερευνητικό κέντρο, υπό τον επιστημονικό συντονισμό του ΕΚΠΑ, να ξεκινήσουν άμεσα τις εργασίες πεδίου για την επιτόπια αναγνώριση και καταγραφή των ειδών της πανίδας και της χλωρίδας στους 20 αρχαιολογικούς στους οποίους συγκαταλέγεται και η Αρχαία Ολυμπία.
Στο πλαίσιο της Προγραμματικής Σύμβασης, η οποία θα διαρκέσει 18 μήνες, το ΥΠΠΟΑ θα προσδιορίσει το γεωγραφικό αντικείμενο μελέτης σε κάθε επιλεγμένο αρχαιολογικό χώρο και θα συνεισφέρει με τα διαθέσιμα στοιχεία βιοποικιλότητας, το ΥΠΕΝ θα εξασφαλίσει τη χορήγηση των απαραίτητων αδειών για τις εργασίες πεδίου, το ΕΚΠΑ αναλαμβάνει την επιστημονικό συντονισμό εξειδικευμένων επιστημόνων από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο Πατρών, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας -Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων και Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, ενώ ο ΟΦΥΠΕΚΑ αναλαμβάνει την πλήρη χρηματοδότηση του έργου.
Οι αρχαιολογικοί χώροι έχουν λειτουργήσει ως θύλακες προστασίας και καταφύγια για την τοπική χλωρίδα και πανίδα, διότι χάρη στη θεσμική θωράκισή τους, έχουν τεθεί περιορισμοί σε μια πληθώρα δραστηριοτήτων που ασκεί πιέσεις στη βιοποικιλότητα, όπως η εκτός σχεδίου δόμηση, το κυνήγι, η υπεράντληση υδάτων ή η ρύπανση του εδάφους από την γεωργία.
Η φύση στον αρχαιολογικό χώρο Ολυμπίας
Ενδιαφέρουσα είναι η έρευνα που έχει πραγματοποιήσει η εταιρία ΑΤΕΠΕ η οποία ειδικεύεται σε θέματα διατήρησης της βιοποικιλότητας των οικοσυστημάτων και των τοπίων, για την Αρχαία Ολυμπίας με τίτλο “Αρχαία Ολυμπία μια Οικοτουριστική αφετηρία”, στην οποία καταγράφεται αναλυτικά η βιοποικιλότητα του αρχαιολογικού χώρου.
Τα στοιχεία που παρουσιάζει σε ότι αφορά την βλάστηση, τα φυτά και τα είδη των ζώων- ερπετών και πτηνών- που συναντά κανείς στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας ειναι πράγματι εντυπωσιακά και η Πρωινή με αφορμή την έναρξη καταγραφής της βιοποικιλότητας του αρχαιολογικού χώρου Ολυμπίας μεταφέρει σήμερα την καταγραφή που έχει γίνει από τον ΑΤΕΠΕ και έχει ως εξής:
ΒΛΑΣΤΗΣΗ
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας χαρακτηρίζεται από τρεις διαφορετικούς τύπους βλάστησης:
• Πευκοδάση πάνω στους λόφους.
• Μακία βλάστηση µε θάµνους, όπως σχίνα, µυρτιές και κουτσουπιές, σε τµήµατα των λόφων και γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο.
• Φρύγανα σε θέσεις παλιών χωραφιών γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο.
Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο επικρατούν η χαλέπιος πεύκη, και
αρκετές χνοώδεις βελανιδιές προς το Κρόνιο. Εντύπωση κάνουν οι
πολύ µεγάλες κουτσουπιές, αγριελιές και αγριαχλαδιές. Οι επισκέπτες στον αρχαιολογικό χώρο βρίσκουν πολύ όµορφες τις εικόνες των λουλουδιών ανάµεσα στα αρχαία χαλάσµατα. Υπάρχουν επίσης αρκετά µανιτάρα, ορισµένα εδώδιµα όπως είδη του γένους Suilous.
ΖΩΑ
Ο αρχαιολογικός χώρος είναι ηλιόλουστος µε χιλιάδες κρυφές γωνιές και άφθονη πέτρα. Είναι συνεπώς ιδανικός βιότοπος για ερπετά. Πάνω στις ιερές πέτρες λιάζονται πελοποννησιακές σαύρες. Στη ρίζα των βράχων και δέντρων βλέπουµε τις µικρές µωραϊτόσαυρες, ενδηµικό είδος της Πελοποννήσου κι αυτό. Τρίτο ενδηµικό είδος της Πελοποννήσου είναι το κονάκι, µια άποδη σαύρα που µοιάζει µε µικρό γυαλιστερό φίδι. Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο ζουν επίσης ο αβλέφαρος, µια πολύ µικρή σαύρα που ζει καλά κρυµµένη στα χόρτα στο έδαφος και οι µεγάλες πράσινες σαύρες (τρανόσαυρες) που κάνουν θόρυβο καθώς τρέχουν ανάµεσα στη βλάστηση. Πάνω στους αρχαίους ναούς εµφανίζονται τη νύχτα σαµιαµίδια. Έχουν επίσης παρατηρηθεί διάφορα φίδια όπως οι
µικρές ευκίνητες σαΐτες και οι µεγαλόσωµοι λαφιάτες –όλα εντελώς ακίνδυνα.
Μέσα και γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο κυκλοφορούν πολλά µικρά θηλαστικά. ∆ιάφορες µυγαλές, όπως η κηποµυγαλή και τρωκτικά, όπως ο κρικοποντικός και ο σκαπτοποντικός, µπορεί να βρίσκονται λίγα εκατοστά δίπλα ή κάτω από τα πόδια µας όταν περιφερόµαστε στα αρχαία ερείπια.
Ο αρχαιολογικός χώρος φιλοξενεί τα πουλιά των γύρω περιοχών. Σταχτοσουσουράδες, λευκοσουσουράδες και λιβαδοκελάδες γυρίζουν στα ανοιχτά µέρη και στο Στάδιο το χειµώνα, όπως και πάρα πολλοί σπίνοι. Αυτή την εποχή υπάρχουν πολλοί καρβουνιάρηδες πάνω στα αρχαία ερείπια καθώς και δενδροφυλλοσκόποι και µαυροσκούφηδες στα δέντρα.
Συναντάµε, επίσης, συχνά τσίχλες που βρίσκουν ασφάλεια αφού δεν ασκείται κυνήγι.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι κυριαρχεί το τραχύ κελάηδηµα του µαυροτσιροβάκου και της ωχροστριτσίδας.
Όλα αυτά τα είδη είναι τυπικά του ελληνικού µεσογειακού τοπίου. Είναι λογικό ότι σε ένα περιορισµένο χώρο µε τόσους πολλούς επισκέπτες δεν µπορούν να υπάρξουν πιο ευαίσθητα ή απαιτητικά σε βιότοπο είδη. Τα πολλά µικροπούλια προσελκύουν ξεφτέρια που κατεβαίνουν από το Κρόνιο για να τα αιφνιδιάσουν. Στην αρχαιότητα αναφέρεται ένα ακόµη αρπακτικό που σήµερα σπανίζει στην Ελλάδα. Ήταν ο τσίφτης (ικτίνος) που και σήµερα συνηθίζει να γυρίζει σε κατοικηµένες περιοχές και να αρπάζει ό,τι διαθέσιµο βρει. Με τόσες χιλάδες κόσµο κάθε Αύγουστο που γίνονταν οι αγώνες, οι ικτίνοι έβρισκαν αρκετή τροφή –ιδίως κλέβοντας κρέατα από τους βωµούς κατά τη διάρκεια των θυσιών.”